Οι επιπτώσεις του εκφοβισμού στην παιδική ηλικία επιμένουν στην ενήλικη ζωή, με τα θύματά του να έχουν έως εξαπλάσιες πιθανότητες να εκδηλώσουν σοβαρά νοσήματα, αποκαλύπτει μια νέα μελέτη.
Επιπλέον, έχουν αυξημένες πιθανότητες να δυσκολεύονται να κρατήσουν μια σταθερή δουλειά, καθώς και να διατηρούν κακές κοινωνικές σχέσεις.
Είναι καλά γνωστό ότι ο εκφοβισμός (bullying) δημιουργεί προβλήματα στα σχολεία, αλλά λίγες μελέτες έχουν διερευνήσει τις τυχόν επιδράσεις του αργότερα στη ζωή.
Τα ευρήματα της νέας μελέτης, που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Psychological Science», υπογραμμίζουν την συσχέτισή του με προβλήματα υγείας, φτώχεια και κοινωνικές δυσκολίες.
Επικεφαλής της νέας μελέτης ήταν οι ψυχολόγοι δρες Ντίτερ Βόλκε από το Πανεπιστήμιο του Ουώργουϊκ, και Γουϊλιαμ Κόουπλαντ από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Ντιουκ.
Οι δύο ειδικοί μαζί με τους συνεργάτες τους εξέτασαν τις επιπτώσεις του εκφοβισμού σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτόν: τα θύματα, τους θύτες και όσους εμπίπτουν και στις δύο κατηγορίες (είναι δηλαδή θύματα που γίνονται θύτες).
«Πρέπει πια να αποδεχτούν όλοι ότι ο εκφοβισμός είναι ένα σοβαρό πρόβλημα τόσο για το άτομο που τον δέχεται όσο και για ολόκληρη την κοινωνία», δήλωσε ο δρ Βόλκε, ο οποίος είναι καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας και στον Τομέα Ψυχικής Υγείας & Ευεξίας (WMS) του Ουώργουϊκ.
Η μελέτη διεξήχθη σε 1.420 εθελοντές, οι οποίοι αξιολογήθηκαν τέσσερις έως έξι φορές στις ηλικίες 9-16 ετών και εν συνεχεία στις ηλικίες 24-26 ετών.
Όπως έδειξαν τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, τον μεγαλύτερο κίνδυνο νοσήσεως στην ενήλικη ζωή διέτρεχαν τα θύματα του εκφοβισμού που μετατρέπονταν σε θύτες.
Οι εθελοντές αυτοί είχαν εξαπλάσιες πιθανότητες να διαγνωστούν με σοβαρό πρόβλημα υγείας, να καπνίζουν συστηματικά ή να εκδηλώσουν κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας, σε σύγκριση με τους εθελοντές που δεν είχαν εμπλακεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τον εκφοβισμό.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι τα θύματα εκφοβισμού που αρχίζουν να εκφοβίζουν άλλους το πράττουν είτε επειδή δεν διαθέτουν την συναισθηματική δεξιότητα είτε την στήριξη που απαιτείται για να τον ξεπεράσουν.
Ανεξάρτητα, όμως, αν τα θύματα του εκφοβισμού είχαν γίνει και θύτες ή όχι, είχαν διπλάσιες πιθανότητες να δυσκολευτούν να μείνουν σε μία δουλειά σε σύγκριση με τους εθελοντές που δεν είχαν πέσει θύματα εκφοβισμού κατά την παιδική ηλικία.
Επιπλέον, είχαν αυξημένες πιθανότητες να ξοδεύουν αλόγιστα τα χρήματά τους, με συνέπεια να κινδυνεύουν περισσότερο να αντιμετωπίσουν την φτώχεια κατά την ενήλικη ζωή τους.
Αντιθέτως, όσοι εθελοντές ήταν μόνον θύτες εκφοβισμού (ουδέποτε υπήρξαν θύματά του), δεν φάνηκε να βιώνουν κάποια μακροχρόνια αρνητική συνέπεια.
Αυτό, όμως, που είχαν κοινό και οι τρεις ομάδες (τα θύματα, οι θύτες και τα θύματα-θύτες) είναι ότι δυσκολεύονταν να δημιουργήσουν κοινωνικές σχέσεις, ιδίως να διατηρήσουν μακροχρόνιες φιλίες ή καλούς δεσμούς με τους γονείς τους μετά την ενηλικίωση.
Επιμέλεια: Ρούλα Τσουλέα
τα νεα