Ανάμεσα στη θετική σκέψη και την υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων μας υπάρχει μια λεπτή κόκκινη γραμμή
Οι περισσότεροι από εμάς βλέπουμε τον κόσμο ευνοϊκότερο απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα, θεωρούμε τους εαυτούς μας ικανότερους απ’ όσο όντως είμαστε, ενώ έχουμε επίσης την τάση να πιστεύουμε πως μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον. Είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, οι περισσότεροι είμαστε εκ φύσεως αισιόδοξοι. Σε επίπεδο λήψης αποφάσεων, η «προκατάληψη της αισιοδοξίας» ενδέχεται να είναι η πιο σημαντική γνωστική προκατάληψη των ανθρώπων αλλά ενέχει και κινδύνους: μπορεί να καταλήξει τόσο σε ευλογία όσο και σε επικίνδυνη παρεκτροπή, φυγή από την πραγματικότητα. Ο Ντάνιελ Κάνεμαν, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πρίνστον και κάτοχος του Νομπέλ Οικονομίας για το 2002 (το μοιράστηκε με τον Βέρνον Λ. Σμιθ και βραβεύτηκε «διότι εισήγαγε στις οικονομικές επιστήμες κεκτημένα της έρευνας στην ψυχολογία, ιδίως αναφορικά με κρίσεις και αποφάσεις σε αβεβαιότητα») ελέγχει τα υπέρ και τα κατά της αισιοδοξίας και μας εφιστά την προσοχή στον κίνδυνο της υπερεκτίμησης του εαυτού μας.
«Μπορώ να τα καταφέρω γιατί ο κόσμος μού ανήκει» ισχυρίζονται διαρκώς οι αισιόδοξοι άνθρωποι και πράγματι συχνά τα καταφέρνουν. Η αισιοδοξία είναι εν μέρει η κινητήρια δύναμη της προόδου. Αλλά τα προβλήματα είναι αναπόφευκτα όταν η αισιοδοξία μεταλλάσσεται σε υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων μας και σε τυφλή πίστη σε αυτές: μεμονωμένα άτομα, ηγέτες πάσης φύσεως, ακόμη και ολόκληρες κοινωνίες ωθούνται στα άκρα και αγγίζουν τα όρια της ψευδαίσθησης και της αυταπάτης, η διάψευση των οποίων καταλήγει να είναι πάντοτε οδυνηρή. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η τροχοπέδη της απαισιοδοξίας επαναξιολογείται με βάση τα πραγματικά γεγονότα και η επίδρασή της επανεκτιμάται υπό το πρίσμα ενός ρεαλιστικού πραγματισμού. Εδώ και αιώνες, από τότε που ο γερμανός φιλόσοφος Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς δογμάτισε ότι «ο κόσμος που ζούμε είναι ο καλύτερος δυνατός», εξοργίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την Καθολική Εκκλησία, η οποία διέκρινε στον ισχυρισμό του μια έμμεση αμφισβήτηση του προπατορικού αμαρτήματος (η θεωρία του Λάιμπνιτς θα διαψευσθεί τραγικά το 1755 με τον Μεγάλο Σεισμό της Λισαβώνας), οι άνθρωποι στοχάζονται και συζητούν για τον ρόλο που διαδραματίζει η αισιοδοξία στη ζωή μας. Ο ισραηλινός ψυχολόγος – ερευνητής και νομπελίστας Οικονομικών, Ντάνιελ Κάνεμαν, αν και απαισιόδοξος εκ φύσεως σύμφωνα με τα λεγόμενά του, εξέτασε σε βάθος το φαινόμενο της αισιοδοξίας για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για το «μαγικό φίλτρο» της ζωής και της Ιστορίας, το οποίο όμως, εκτός από θετικά, μπορεί να οδηγήσει και σε αρνητικά αποτελέσματα. Στο βιβλίο του, με τίτλο «Thinking, fast and slow» (Εκδ. Farrar, Strauss & Giroux), ο Κάνεμαν σημειώνει ότι οι αισιόδοξοι άνθρωποι αισθάνονται – και δικαίως ώς έναν βαθμό – ότι ο κόσμος τούς ανήκει.
Προοδεύουν και τα καταφέρνουν στη ζωή καλύτερα από τους απαισιόδοξους, αντιμετωπίζουν και ξεπερνούν ευκολότερα το άγχος, τις όποιες δυσκολίες της καθημερινότητας, ακόμη και ασθένειες. Οι γάμοι τους λειτουργούν καλύτερα και πρότυπό τους – σύμφωνα με το περιοδικό “Der Spiegel” που αφιέρωσε το πρωτοχρονιάτικο τεύχος του στο βιβλίο του Κάνεμαν και την αισιοδοξία γενικότερα – είναι ο περιβόητος Γκαστόνε, ο πιθανώς αντιπαθητικός αλλά πάντα αισιόδοξος και γι’ αυτό τυχερός και επιτυχημένος ξάδερφος του απαισιόδοξου, άτυχου και αποτυχημένου Ντόναλντ Ντακ.
ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ. Ώς εδώ όλα καλά.
Τα προβλήματα αρχίζουν όταν ο αισιόδοξος άνθρωπος χάνει τον έλεγχο και η υπεραισιοδοξία του μετατρέπεται σε τυφλή εμπιστοσύνη όχι μόνο στις δυνάμεις του αλλά και στη μοίρα γενικότερα, για να καταλήξει στη συνέχεια σε υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του και τελικά σε απώλεια του ελέγχου. Τα ιστορικά παραδείγματα είναι πολλά και πρόσφατα: ο Μπους ξεκίνησε για το Ιράκ θεωρώντας πως είναι ανίκητος ενώ ηγέτες όπως ο Μουμπάρακ ή ο Καντάφι ήταν κυριολεκτικά πεισμένοι πως η εξουσία θα είναι δική τους για πάντα.
Πώς όμως γεννιέται η αισιοδοξία; Ποιος είναι ο ψυχολογικός μηχανισμός που την ενεργοποιεί; Ο Κάνεμαν εξηγεί πως πρόκειται για μια διττή διαδικασία: εν μέρει χημική διεργασία, εν μέρει συνειδητή επιλογή.
Ο εγκέφαλος των αισιόδοξων ανθρώπων εκτελεί μνημονικές επιλογές, διατηρώντας περισσότερες θετικές αναμνήσεις απ’ ό,τι αρνητικές. Το τοπίο όμως παραμένει θολό: τείνουμε να είμαστε αισιόδοξοι αναφορικά με καταστάσεις που πιστεύουμε ότι μπορούμε να ελέγξουμε, αλλά το σημαντικό είναι να δούμε κατά πόσο είμαστε πράγματι ικανοί να τις ελέγξουμε. Ερευνητές, μεταξύ των οποίων η Τάλι Σάροτ από το Κέντρο Νευροαπεικόνισης του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου (UCL), υποστηρίζουν πως η αισιοδοξία διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στη γένεση και ανάπτυξη της ατομικής και στη συνέχεια της κοινωνικής συνείδησης απελευθερώνοντας τον άνθρωπο από τον υπερβολικό φόβο των δυσκολιών της ζωής, των ασθενειών και του θανάτου. Η Σάροτ κάνει λόγο για την ύπαρξη μιας λειτουργίας «θεμελιώδους μεροληψίας» στον εγκέφαλο και υπογραμμίζει ότι η αισιοδοξία κάνει καλό στην υγεία των ανθρώπων, τονίζοντας όμως παράλληλα και την αρνητική της πλευρά, που έγκειται στην υποτίμηση των κινδύνων. Η αισιοδοξία, «μαγικό φίλτρο» για την επιτυχία στη ζωή, καταλήγει να είναι ένα μείγμα εμπιστοσύνης και τάσης εξωραϊσμού της πραγματικότητας.
Τελευταίο και βασικό ερώτημα: πώς κάποιος καταλήγει να είναι αισιόδοξος και πώς η αισιοδοξία μπορεί να συμβάλλει στη βελτίωση της ζωής μας;
Σημαντικό ρόλο παίζουν οι κοινωνικές καταβολές του καθένα, καθώς και η παιδική ηλικία: μια ευτυχισμένη και ευημερούσα παιδική ηλικία που συνοδεύεται από ανάλογη μόρφωση συνήθως αποτελεί συνθήκη για θετική υπέρβαση. Σε συλλογικό επίπεδο, η αισιοδοξία είναι συνυφασμένη με την ικανότητα των μελών μιας ομάδας (κοινότητας ή ακόμη και κοινωνίας) να αντιληφθούν και εκτιμήσουν κυριολεκτικά και μεταφορικά τις δυνατότητές τους και να πραγματοποιήσουν όσα επιθυμούν και μπορούν. Θα μπορούσε να γίνει λόγος για μια συλλογική εξάσκηση τόνωσης του ηθικού, όπως ακριβώς οι καλύτερες ποδοσφαιρικές ομάδες του κόσμου βλέπουν και μελετούν διαρκώς τις επιτυχίες τους. Και σ’ αυτήν την περίπτωση όμως, η υπεραισιοδοξία ενδέχεται να αποβεί μοιραία και τα παραδείγματα είναι πολλά: επιχειρηματίες που υποτιμούν τους ανταγωνιστές τους (στην Αμερική, μόλις 35 από τους 100 νέους επιχειρηματίες καταφέρνουν να συνεχίσουν τις δραστηριότητές του ύστερα από πέντε χρόνια), πολιτικοί που υπερεκτιμούν τους εαυτούς τους, έθνη που παρασύρονται σε συλλογικούς παροξυσμούς ισχύος και επιβολής, άτομα που πραγματικά πιστεύουν ότι μπορούν να κατακτήσουν ή να αλλάξουν τον κόσμο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μικρές δόσεις πραγματιστικού πεσιμισμού αποτελούν το καταλληλότερο αντίδοτο.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΑΚΗΣ ΜΑΛΑΒΑΚΗΣ
Tα Νέα