mitriki agap
Εκτύπωση άρθρου


Να μπορούμε να αγαπάμε και να νιώθουμε ασφαλείς καθορίζεται από τη νεαρή μας ηλικία, μεγαλώνοντας τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν.

Η προσκόλληση στη μητέρα μας και η ασφάλεια της σχέσης μας μαζί της στα πρώτα δύο χρόνια της ζωής μας καθορίζει το πώς θα λειτουργούμε αργότερα στις αισθηματικές μας σχέσεις

Νέες μητέρες, προσοχή. Ο τρόπος που φέρεστε στο παιδί σας τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του μπορεί να σημαδέψει αργότερα τις ερωτικές του σχέσεις, να καθορίσει αν θα είναι ικανό να αγαπήσει και να εμπιστευθεί τον σύντροφό του, αν θα μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και τις τριβές ή αν θα οδηγηθεί σε επώδυνες συγκρούσεις και χωρισμούς.

Δεν χρειάζεται ωστόσο να καταληφθείτε από υπερβολικό άγχος. Αν κάνετε κάποιο λάθος, αυτό δεν ισοδυναμεί με ισόβια καταδίκη. Τα πράγματα μπορούν να διορθωθούν αν μεγαλώνοντας, σε ορισμένα κομβικά στάδια της ζωής του, το παιδί επιλέξει τους σωστούς φίλους και έναν καλό και υποστηρικτικό σύντροφο.

Η ιδέα αυτή δεν είναι απολύτως καινούργια και δεν ακούγεται καθόλου παράλογη. Εμπίπτει στη λεγόμενη «θεωρία της προσκόλλησης», μια βασική αρχή της ψυχολογίας η οποία υποστηρίζει ότι ο πρώτος δεσμός που αναπτύσσει ένα παιδί με τη μητέρα ή το κύριο πρόσωπο που το φροντίζει έχει αντίκτυπο σε όλη τη μετέπειτα ζωή του. Για πρώτη φορά όμως ο αντίκτυπος αυτής της «πρώιμης» εμπειρίας στις μετέπειτα συναισθηματικές σχέσεις μας αποδεικνύεται σε όλο του το εύρος από μια μελέτη, την πληρέστερη που έχει γίνει ως σήμερα. Επιπλέον οι επιστήμονες που τη διεξήγαγαν εντοπίζουν – επίσης για πρώτη φορά – ορισμένα άλλα, μεταγενέστερα χρονικά σημεία-κλειδιά σε αυτή την πορεία τα οποία μπορούν να αλλάξουν την έκβαση των πραγμάτων, προς το καλύτερο ή και προς το χειρότερο.

Ανιχνεύοντας την «προσκόλληση»

Η μελέτη έγινε από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, με επικεφαλής τον καθηγητή Ψυχολογίας Τζέφρι Σίμσον, και δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Current Directions in Psychological Science». Οι ερευνητές ανέλυσαν παλαιότερες μελέτες και δεδομένα από τη Minnesota Longitudinal Study of Risk and Adaptation, μια μεγάλη και μοναδική στο είδος της μακροπρόθεσμη μελέτη που έχει ξεκινήσει από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 παρακολουθώντας μητέρες και τα παιδιά τους ήδη από το στάδιο της εγκυμοσύνης της γυναίκας.

Σε όλες αυτές τις δεκαετίες η Minnesota Longitudinal Study έχει χρησιμεύσει ως βάση για διάφορες παρατηρήσεις, κυρίως αναπτυξιακές και ψυχοπαθολογικές, σχετικές με τη θεωρία της προσκόλλησης. Μέχρι πρόσφατα ωστόσο δεν είχε χρησιμοποιηθεί για τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι λειτουργούν στις συναισθηματικές τους σχέσεις. «Αλλες έρευνες έχουν εξετάσει ως τώρα πώς οι πρώτες εμπειρίες συνδέονται με άλλα είδη αποτελεσμάτων στην ενήλικη ζωή» εξηγεί ο κ. Σίμσον μιλώντας στο «Βήμα». «Αυτή όμως είναι η πρώτη που δείχνει ότι η ασφάλεια κατά την προσκόλληση στο πρώτο στάδιο της ζωής σχετίζεται με τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις συγκρούσεις και βιώνουν αρνητικά συναισθήματα στις αισθηματικές σχέσεις τους 20 ή 30 χρόνια αργότερα».

«Μπορώ να εμπιστευθώ τους ανθρώπους;»

Το έτερον ήμισυ των 20 χρόνων σας μπορεί να «χτίσει» – ή και να γκρεμίσει – την ασφάλειά σας για πάντα.

Για να φθάσουν στα συμπεράσματά τους οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία από τεστ στα οποία έχουν υποβληθεί τα παιδιά και οι μητέρες τους από τους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής τους, καθώς και από συνεντεύξεις των παιδιών και όλων των σημαντικών προσώπων του περιβάλλοντός τους (γονέων, δασκάλων, στενών φίλων, συντρόφων) που διεξάγονται συνεχώς σε όλη τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών. Οπως εξηγεί ο κ. Σίμσον, το όλο σκεπτικό τους βασίστηκε σε μια «οργανωτική θεώρηση» της ζωής. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; «Οι άνθρωποι καθώς αναπτύσσονται» απαντά «παρατηρούν συνεχώς το περιβάλλον τους και χρησιμοποιούν αυτό το περιβάλλον ως μέσο για να πάρουν πληροφορίες σχετικά με το πώς η ζωή τους θα είναι στο μέλλον. Αυτό οργανώνεται στο μυαλό, δεν είναι τυχαίο. Τα παιδιά όταν είναι ενός, δύο, τριών χρόνων σκέφτονται συνέχεια: “Πρέπει να προσέχω αν θα εμπιστεύομαι τους ανθρώπους ή όχι, αν οι άνθρωποι θα μου φερθούν καλά”».

Οι πληροφορίες που συλλέγονται κατ’ αυτόν τον τρόπο μένουν στο μυαλό μας ακόμη και όταν δεν το συνειδητοποιούμε και επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για τους άλλους αλλά και για τον εαυτό μας. «Οργανώνονται στο μυαλό με τρόπο ώστε τα παιδιά να μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν για να πάρουν αποφάσεις αργότερα, όταν είναι 15, όταν είναι 25 χρόνων» λέει ο καθηγητής. «Μπορώ να εμπιστευθώ τους ανθρώπους, ναι ή όχι; Θα είναι στο πλευρό μου όταν τους χρειάζομαι, ναι ή όχι; Θα σκεφτούν το δικό μου συμφέρον και όχι μόνο το δικό τους, ναι ή όχι;». Χρησιμεύουν, δηλαδή, σε πολύ σημαντικό βαθμό, όπως τονίζει, σαν ένα είδος «πυξίδας» που μας βοηθάει να κατευθυνθούμε στη ζωή μας και να μπορούμε να προσαρμοστούμε σε διαφορετικά περιβάλλοντα.

Οι τέσσερις μεγάλοι σταθμοί

Τα ευρήματα της ανάλυσης απέδειξαν για πρώτη φορά με τον πιο σαφή τρόπο κάτι που ακούγεται σαν παλιό κλισέ: ότι η σχέση με τη μητέρα μας στα πρώτα βήματά μας και συγκεκριμένα στα πρώτα δύο χρόνια της ζωής μας «σημαδεύει» για πάντα όχι μόνο τον χαρακτήρα αλλά και τις σχέσεις μας (αν και η μελέτη επικεντρώθηκε στις ερωτικές σχέσεις, ο καθηγητής μάς είπε ότι μπορύμε να θεωρήσουμε πως κάτι ανάλογο θα ισχύει και στις στενές φιλικές μας σχέσεις). Η μεγάλη καινοτομία της όμως βρίσκεται στο γεγονός ότι εντόπισε για πρώτη φορά τα «μονοπάτια» που καθοδηγούν τον «συναισθηματικό» τρόπο λειτουργίας μας από τότε που είμαστε ενός έτους μέχρι και αφότου έχουμε περάσει τα είκοσι.

Αυτά τα μονοπάτια «διακλαδίζονται» σε ορισμένα καθοριστικά μεταβατικά σημεία της ζωής μας στα οποία μπορούν είτε να λοξοδρομήσουν παίρνοντας πιο θετική ή αρνητική τροπή είτε να συνεχίσουν σταθερά την ίδια, «ομαλή» ή «ανώμαλη» πορεία τους. «Ενα τέτοιο μεταβατικό στάδιο είναι στα έξι, όταν πηγαίνει κάποιος στο σχολείο για πρώτη φορά, στην Α΄και Β’ Δημοτικού. Και μετά στην εφηβεία, στα δεκαέξι, όταν προσπαθεί να ανακαλύψει ποιος είναι, όπως και στην ηλικία των είκοσι και λίγο αργότερα, όταν συνήθως συνδέεται στενά με έναν ερωτικό σύντροφο» λέει ο κ. Σιμσον.

Η πρώτη μας δασκάλα

Στην Α’ Δημοτικού το παιδί βρίσκεται για πρώτη φορά σε ένα δομημένο, πειθαρχημένο περιβάλλον εκτός του σπιτιού. «Η ιδέα εδώ είναι ότι αρχικά το τεστ ασφαλείας του ήταν η μητέρα του στην ηλικία του ενός έτους» εξηγεί ο καθηγητής. «Και πηγαίνει σε μια τάξη, με μια δασκάλα – παρεμπιπτόντως, είναι σχεδόν πάντα δασκάλα, μια πιο δυνατή, έξυπνη γυναίκα, η οποία γίνεται πλέον για αυτό ένα είδος υποκατάστατου τεστ ασφάλειας». Εδώ, σε αυτή την υποκατάσταση, στην οποία εκτός από τη δασκάλα παίζουν κεντρικό ρόλο και οι συμμαθητές, τα πράγματα δεν είναι απαραίτητο ότι θα συνεχιστούν με τον ίδιο τρόπο. Κάποια παιδιά ξεκινούν από μια σχέση ασφάλειας με τη μητέρα τους και συναντούν την ίδια αίσθηση ασφάλειας με τη δασκάλα και τους συμμαθητές τους, οπότε συνεχίζουν την πορεία τους ομαλά. «Για άλλα παιδιά όμως αυτή η εμπειρία στα πρώτα δύο χρόνια στο σχολείο μπορεί να είναι διαφορετική» λέει ο κ. Σίμσον. «Μπορεί να ήταν ασφαλή με τη μητέρα τους αλλά να βιώσουν την ανασφάλεια ως αρνητική μετάβαση στο σχολείο. Με αυτά τα παιδιά η έκβαση θα είναι διαφορετική» λέει ο κ. Σίμσον.

Σε αυτές τις περιπτώσεις – οι οποίες, όπως επισημαίνει ο ειδικός, δεν αποτελούν τον μέσο όρο αλλά παρατηρούνται αρκετά συχνά – η αίσθηση της ασφάλειας που υπήρχε στην ηλικία του ενός έτους μπορεί να αποδυναμωθεί στη μετέπειτα ζωή. Από την άλλη πλευρά, όμως, η «μετάβαση» της Α’ Δημοτικού μπορεί να έχει και πολύ θετικά αποτελέσματα προσφέροντας ασφάλεια σε ένα παιδί με αρνητικές πρώτες εμπειρίες. «Μπορεί κάποιος να είναι ανασφαλής στην ηλικία του ενός έτους, αλλά μπορεί να έχει μια σπουδαία δασκάλα στην Α΄ή στη Β’  Δημοτικού που θα τον κάνει να σκεφθεί “τελικά ίσως μπορώ να εμπιστευθώ τους ανθρώπους”» λέει. «Και έτσι γίνεται λίγο πιο ασφαλής και τα πρότυπά του αρχίζουν να αλλάζουν, η οργάνωση του μυαλού του αρχίζει να αλλάζει λίγο, γιατί τώρα συνειδητοποιεί ότι ίσως θα πρέπει να αναθεωρήσει το πώς σκέφτεται για τον κόσμο».

Οι καλύτεροί μας φίλοι

Στα δεκαέξι τα μεταβατικά πρόσωπα της προσκόλλησης, αυτά δηλαδή που παίζουν τον ρόλο του «υποκατάστατου τεστ ασφάλειας», είναι οι στενοί μας φίλοι ο «κολλητός» ή η «κολλητή» μας. «Σε αυτή την ηλικία γίνεται ο σχηματισμός της ταυτότητας, το παιδί γίνεται έφηβος, προσπαθεί να καταλάβει ποιος είναι, προσπαθεί να ανεξαρτητοποιηθεί από τους γονείς, αλλά πρέπει παράλληλα να βρει κάποιον με τον οποίο θα έχει μια ασφαλή σχέση. Και συνήθως αυτός είναι ο καλύτερος φίλος ή η καλύτερη φίλη του» εξηγεί ο κ. Σίμσον.  Στο επόμενο «μονοπάτι», τέλος, στην ηλικία των 20 ως 22 ετών, το πρόσωπο-κλειδί που μπορεί να μας κάνει να αλλάξουμε πορεία είναι ο ερωτικός μας σύντροφος. Και στα δύο σημαντικά «σταυροδρόμια» οι αρνητικές ή θετικές εμπειρίες μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε στις συναισθηματικές και ερωτικές μας σχέσεις.

Πώς μεταφράζονται όλα αυτά στην πράξη; «Θεωρητικά, αν κάποιος είναι ασφαλής ως παιδί, έχει μια πολύ καλή εμπειρία στο δημοτικό, ο καλύτερός του φίλος στα 16 είναι σταθερός βράχος στο πλάι του και ο ερωτικός του σύντροφος στα 21 είναι καλός, θα πρέπει να είναι ασφαλής σε όλη του τη ζωή» απαντά ο ψυχολόγος. Συνήθως, όμως, όπως σπεύδει να προσθέσει, σε κάποιο από αυτά τα σημεία υπάρχει κάποιο πρόβλημα: κάποιος δεν θα μας φερθεί τόσο καλά, κάποιος δεν θα μας στηρίξει όσο πρέπει, με αποτέλεσμα η επιρροή της ασφάλειας των πρώτων παιδικών μας χρόνων να αποδυναμωθεί. «Πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν συνεχώς θετικές, ασφαλείς εμπειρίες στα πρώτα 20 χρόνια της ζωής τους. Κάποιοι έχουν, αλλά μάλλον είναι μια μικρή μειονότητα» επισημαίνει ο καθηγητής. «Επίσης όμως το θετικό στα αποτελέσματά μας είναι ότι δείχνουν πως κάποιος δεν θα είναι απαραίτητα ανασφαλής σε όλη την πορεία του. Μπορεί να συναντήσει έναν καλό δάσκαλο, έναν καλό φίλο ή έναν καλό ερωτικό σύντροφο που θα αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο».

ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ

Ασφαλή μωρά, υγιείς ενήλικοι

Τα παιδιά της Minnesota Longitudinal Study of Risk and Adaptation δεν είναι πλέον παιδιά – είναι άνδρες και γυναίκες που σε λίγο θα κλείσουν τα 35. Αν και αρχικά ξεκίνησε μόνο για δύο με τρία χρόνια η μελέτη, λόγω των σημαντικών αποτελεσμάτων που ανέδειξε συνεχίζεται ακόμα. Πρόσφατα μάλιστα, όπως μας εξηγεί ο καθηγητής Τζέφρι Σίμσον, δέχθηκε μια σημαντική επιχορήγηση για να διευρύνει τις έρευνές της. Το επόμενο πεδίο που εξετάζεται είναι αυτό των επιπτώσεων της σχέσης της προσκόλλησης του παιδιού με τη μητέρα στην υγεία του στην ενήλικη ζωή.

Η πρώτη μελέτη, όπως μας αναφέρει ο ψυχολόγος, θα δημοσιευθεί αυτόν ή τον ερχόμενο μήνα στην επιθεώρηση «Health Psychology». Τα αποτελέσματά της είναι μάλλον εκπληκτικά. «Βρίσκουμε ότι αν κάποιος έχει πιο ασφαλή σχέση με τη μητέρα του έχει περισσότερες πιθανότητες να είναι υγιής 30 χρόνια αργότερα» λέει. Αυτό μάλιστα ισχύει ακόμη και όταν οι ειδικοί λαμβάνουν υπόψη διάφορες παραμέτρους που σχετίζονται με την υγεία. «Ακόμη και όταν εισάγουμε παράγοντες όπως το βάρος ή το σύστημα κοινωνικής υποστήριξης και πάλι βρίσκουμε ότι ένα άτομο που είχε ανασφαλή προσκόλληση στα πρώτα χρόνια της ζωής του έχει περισσότερες πιθανότητες να έχει προβλήματα υγείας από τα 30 και ύστερα από ό,τι ένα παιδί που είχε ασφαλή προσκόλληση» επισημαίνει ο κ. Σίμσον. «Δεν καταλαβαίνουμε γιατί συμβαίνει αυτό, πρέπει να το εξετάσουμε και να βρούμε την αιτία».

Λαλίνα Φαφούτη

To Βήμα

Copy link
Powered by Social Snap