Η Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ) κρίνει από ικανοποιητικά έως πολύ καλά, τα προγράμματα σπουδών περισσότερων από τα μισά τμήματα ΑΕΙ και ΤΕΙ, “ορισμένα μάλιστα εφάμιλλα της αριστείας”, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Στα υπόλοιπα τμήματα, πάντως, παρατηρούνται ασαφείς στόχοι του προγράμματος σπουδών, προγράμματα προπτυχιακών σπουδών με αντικείμενα που αφορούν μεταπτυχιακά προγράμματα ειδίκευσης, προγράμματα που συνδυάζουν περισσότερες από μια γνωστικές περιοχές, υπερβολικά μεγάλο αριθμό απαιτούμενων μαθημάτων για λήψη πτυχίου, αλλά και μεγάλο αριθμό κατευθύνσεων.
Στην έκθεση επισημαίνεται ακόμη η περιορισμένη συμμετοχή των φοιτητών στην αξιολόγηση του διδακτικού έργου, εξαιτίας της μη συμμετοχής τους και της αποχής τους από τις παραδόσεις των μαθημάτων. Το πρόβλημα φαίνεται να είναι ιδιαίτερα έντονο στις σχολές ανθρωπιστικών σπουδών, ενώ η χρήση των τεχνολογιών αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα στην παράδοση των μαθημάτων.
Με αρνητικό πρόσημο αξιολογείται, από την ΑΔΙΠ, η μεγάλη αναλογία διδασκομένων/διδασκόντων, όπως και η παράταση του χρόνου σπουδών, που, σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, οφείλεται σε ένα βαθμό στον μεγάλο φόρτο εργασίας των φοιτητών, κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, αλλά και στα μειονεκτήματα του ισχύοντος συστήματος εισαγωγής στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
Το ερευνητικό έργο, πάντως, κρίνεται «πολύ αξιόλογο», σε σχέση με την χαμηλή χρηματοδότηση και τα περισσότερα μέλη του διδακτικού προσωπικού «υψηλού επιστημονικού επιπέδου με καλή κατάρτιση και πολλές δημοσιεύσεις αλλά και με λιγότερα διπλώματα ευρεσιτεχνίας».
Σε αυτό το σημείο επισημαίνεται ότι στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν υπάρχει η κουλτούρα και οι μηχανισμοί υποστήριξης για την κατοχύρωση των ευρεσιτεχνιών.
Ως προς τις υποδομές, παρατηρούνται ελλείψεις στα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αντίθετα με την περιφέρεια όπου η κατάσταση κρίνεται ικανοποιητική.
Αρνητικές αναφορές για τον κομματισμό
Η ΑΔΙΠ κάνει ιδιαίτερη αναφορά στις γνωστές παθογένειες του εκπαιδευτικού συστήματος, όπως είναι η εισαγωγή φοιτητών σε τμήματα που δεν είναι της κύριας επιλογής τους, το χαμηλό επίπεδο φοιτητών λόγω αδυναμιών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το σύστημα εισαγωγής που επιβάλλει τη στείρα αποστήθιση, τον σημαντικό αριθμό φοιτητών που δεν ενδιαφέρονται επαρκώς για τις σπουδές τους, καθώς και η υπέρμετρη παρουσία των κομματικών οργανώσεων εντός των ΑΕΙ, με αρνητικές συνέπειες στην ακαδημαϊκή ζωή (καταλήψεις, κατάλυση του ασύλου, μείωση του χρόνου εκπαίδευσης).
“Η έντονη παρέμβαση των πολιτικών κομμάτων, μέσων των νεολαιών τους, στην καθημερινή λειτουργία των ΑΕΙ, έχει οδηγήσει συχνά σε φαινόμενα διαλυτικά την εκπαιδευτική διαδικασία”, επισημαίνεται.
Σημαντικές ελλείψεις
Η ΑΔΙΠ παρατηρεί, εξ άλλου, ότι μολονότι το σύνολο των εισαγόμενων φοιτητών είναι πολύ μεγάλο, παράλληλα παρατηρούνται ελλείψεις σε επιμέρους γνωστικά πεδία, όπου εξακολουθούν να υπάρχουν ανάγκες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα ο αριθμός ιατρών ανά 1.000 κατοίκους είναι πολύ μεγαλύτερος των υπόλοιπων χωρών της Ευρώπης και η χώρα μας εξακολουθεί να παράγει από τους μεγαλύτερους αριθμούς γιατρών στην Ευρώπη, ενώ συγχρόνως παράγει πολύ μικρό αριθμό υποστηρικτικού νοσηλευτικού προσωπικού.
Παρατηρείται, επίσης, ότι το ετήσιο κόστος ανά φοιτητή, μεταξύ ομοειδών πανεπιστημίων, “δείχνει” μεγάλες διαφορές και προτείνεται η χρηματοδότηση των ΑΕΙ να γίνει με βάση το μέσο κόστος ανά φοιτητή πλήρους φοίτησης. Ζητείται ακόμη ο περιορισμός των εισακτέων σε «κορεσμένα τμήματα».
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα διαθέτει το μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ανά 1.000 κατοίκους και από τους μεγαλύτερους αριθμούς σε γιατρούς και δικηγόρους, ενώ χαρακτηριστικά παραδείγματα της αντιστοιχίας σπουδών – επαγγελματικών δικαιωμάτων είναι ότι οι απόφοιτοι του τμήματος Φιλοσοφίας Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας αναγνωρίζονται μόνο ως φιλόλογοι ή ότι οι απόφοιτοι της Σχολής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών δεν έχουν δικαίωμα εγγραφής στο οικονομικό επιμελητήριο σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους από το ίδιο τμήμα του πανεπιστημίου Πειραιά.
Η σχέση μεταξύ των ΑΕΙ και της Πολιτείας χαρακτηρίζεται τέλος μη αποδοτική, από την Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση, «διότι δεν βασίζεται σε κανόνες λειτουργίας που να υποστηρίζουν την ποιότητα». Σημειώνεται ότι η ΑΔΙΠ δέχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 2010, 87 εκθέσεις εσωτερικής αξιολόγησης από ΑΕΙ και ΤΕΙ και άλλες 49 εκθέσεις το πρώτο εξάμηνο του 2011.
Το ίδιο διάστημα η ΑΔΙΠ πραγματοποίησε 82 εξωτερικές αξιολογήσεις στα πανεπιστήμια και τα τεχνολογικά ιδρύματα της χώρας – αν και σε κάποιες περιπτώσεις συνάντησε την έντονη αντίδραση καθηγητών και φοιτητικών παρατάξεων.
news247