Γιατί δεν μπορούμε να σταματήσουμε να τρώμε; Το ερώτημα ταλανίζει οποιονδήποτε παλεύει μια ζωή με τα κιλά του, τα οποία ασταμάτητα αυξομειώνονται. Αν και οι περισσότεροι έχουν ως απάντηση στο πίσω μέρος του μυαλού τους το αδύναμο του χαρακτήρα τους, ένας εξέχων αμερικανός γιατρός πιστεύει πως άλλη είναι η αιτία.
Ο παιδοενδοκρινολόγος δρ Ρόμπερτ Λάστιγκ, καθηγητής Κλινικής Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο (UCSF) και ένας από τους κορυφαίους ειδικούς των ΗΠΑ στο θέμα της παχυσαρκίας, αποδίδει το όλο πρόβλημα στην λεπτίνη – την ορμόνη η οποία δρα ως ο ένας από τους δύο «θερμοστάτες» της όρεξής μας, περιορίζοντάς την όταν έχουμε χορτάσει (η δεύτερη ορμόνη της πείνας, η γκρελίνη, ανοίγει την όρεξη).
Όταν κάποιος έχει φάει αρκετά, τα λιπώδη κύτταρα του σώματός του εκκρίνουν λεπτίνη, η οποία καταστέλλει αποτελεσματικά την όρεξη, δίνοντας «οδηγίες» στον εγκέφαλο ότι ήρθε η ώρα να πάψουμε να τρώμε.
Τον μηχανισμό αυτό, όμως, «τινάζει» στον αέρα κάτι πολύ απλό: η λατρεία που έχουμε για τη ζάχαρη, η οποία συχνά προστίθεται ακόμα και σε καθ’ όλα υγιεινά τρόφιμα του εμπορίου, όπως τα προϊόντα ολικής αλέσεως ή ακόμα και τα γαλακτοκομικά λίγων λιπαρών.
Αντοχή στην λεπτίνη
Όπως εξηγεί στο βιβλίο του «Fat Chance: The Bitter Truth About Sugar», το οποίο κυκλοφόρησε στις 3 Ιανουαρίου στη Βρετανία (εκδ. HarperCollins),επί χρόνια οι επιστήμονες πίστευαν ότι η παχυσαρκία οφείλεται στην έλλειψη λεπτίνης, η οποία κάνει τους υπέρβαρους και παχύσαρκους ανθρώπους να αδυνατούν να πάψουν να τρώνε.
Πρόσφατες μελέτες, όμως, έδειξαν ότι οι παχύσαρκοι άνθρωποι διαθέτουν άφθονη λεπτίνη – και μάλιστα όσο πιο παχύς είναι κάποιος, τόσο πιο πολύ έχει. Ωστόσο, έχουν αντοχή στην λεπτίνη. Η κατάσταση αυτή σημαίνει ότι τα κύτταρα του εγκεφάλου που θα έπρεπε να «πιάνουν» τα μηνύματα της λεπτίνης, έχουν αντοχή σε αυτήν και έτσι δεν ενεργοποιούν το αίσθημα κορεσμού της πείνας.
Αυτό έχει ως επακόλουθο αφενός να λαχταράει κάποιος τρόφιμα με άφθονη και εύκολα απορροφήσιμη ενέργεια (θερμίδες) όπως κατ’ εξοχήν είναι ό,τι περιέχει λίπος και ζάχαρη, αφετέρου ο οργανισμός του να κάνει «κατακράτηση» ενέργειας, καταστέλλοντας την εγγενή επιθυμία μας για κίνηση.
Η λαχτάρα για φαγητό εντείνεται από το γεγονός ότι η λεπτίνη κανονικά θα έπρεπε να καταστέλλει και το αίσθημα της ικανοποίησης που λαμβάνουμε από το φαγητό, εμποδίζοντας την παραγωγή της «ορμόνης της ευεξίας» (αυτή είναι η ντοπαμίνη). Όταν, όμως, κάποιος έχει αντοχή στη λεπτίνη, το φαγητό ποτέ δεν παύει να είναι νόστιμο, όσο κι αν έχει φάει. Γι’ αυτό τον λόγο – γράφει ο δρ Λάστιγκ – πολλοί υπέρβαροι και παχύσαρκοι άνθρωποι δυσκολεύονται τόσο πολύ να περιορίσουν τις ποσότητες του φαγητού που καταναλώνουν.
Ο δρ Λάστιγκ και οι συνεργάτες του κατέδειξαν μέσα από επαναλαμβανόμενες μελέτες σε ανθρώπους ότι η υπερκατανάλωση ζάχαρης και η υπερπαραγωγή ινσουλίνης που αυτή επιφέρει (σ.σ. η ινσουλίνη είναι η ορμόνη που παράγεται για να διασπαστεί η ζάχαρη και οι άλλοι υδατάνθρακες) ενεργοποιούν την αντοχή στη λεπτίνη – και υπολόγισαν ότι 1,5 δισεκατομμύριο υπέρβαροι και παχύσαρκοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πάσχουν από αυτήν!
Τι να κάνετε
Τα καλά νέα, κατά τον δρα Λάστιγκ, είναι πως μελέτες έχουν δείξει ότι ρυθμίζοντας κάποιος την κατανάλωση ζάχαρης και έτσι την παραγωγή ινσουλίνης, μπορεί να βελτιώσει την ικανότητα του εγκεφάλου του να «διαβάζει» την λεπτίνη. Έτσι, μπορεί να απαλλαγεί σταδιακά από την ασίγαστη λαχτάρα για φαγητό και τελικά να αδυνατίσει.
Για να το επιτύχετε αυτό, πρέπει να κάνετε τα εξής:
* Να τρώτε μόνο ένα γλυκό την εβδομάδα. Το γλυκό πρέπει να περιέχει λίγη ζάχαρη – συνεπώς, περιορίστε την ποσότητα σε κάθε συνταγή κατά το ένα τρίτο.
* Να τρώτε πολλές φυτικές ίνες. Το πεπτικό σύστημα εργάζεται σκληρά για να αφαιρέσει το εξωτερικό περίβλημα των προϊόντων ολικής άλεσης και έτσι επιβραδύνει την διαδικασία της πέψης, εμποδίζοντας την απότομη αύξηση των επιπέδων σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα. Όταν, όμως, το σάκχαρο αυξάνεται σταδιακά, ο οργανισμός παράγει λιγότερη ινσουλίνη και έτσι αποθηκεύεται λιγότερη ενέργεια (θερμίδες) στο σώμα ως λίπος. Επιπλέον, η αργή πέψη βοηθεί τον εγκέφαλο να αντιληφθεί ότι έχει επέλθει κορεσμός της πείνας.
* Να περπατάτε 15 λεπτά την ημέρα. Είναι ό,τι πρέπει για να βελτιωθεί η ευαισθησία του οργανισμού σας στην ινσουλίνη και να αυξηθεί η μυϊκή μάζα εις βάρος του σωματικού λίπους.
* Να τρώτε παραδοσιακά. Η σημαντικότερη συμβουλή του δρος Λάστιγκ: «μην τρώτε τίποτα που δεν θα αναγνώριζε η γιαγιά σας». Όπως εξηγεί στο βιβλίο του, σε δεκάδες τυποποιημένα και επεξεργασμένα τρόφιμα, ακόμα και λάιτ, υπάρχει «κρυφή» ζάχαρη (αναγράφεται ως «σάκχαρα») που μπορεί να υπονομεύσει την προσπάθειά σας. Να αποφεύγετε λοιπόν τα επεξεργασμένα τρόφιμα και να τρώτε ό,τι φτιάχνετε εσείς στο σπίτι.
* Να αφιερώνετε χρόνο στο φαγητό. Το φαγητό «στο πόδι» σημαίνει ότι κατ’ ανάγκην τρώτε γρήγορα, με αποτέλεσμα να μην προλαβαίνει να ενεργοποιηθεί το αίσθημα κορεσμού της πείνας.
* Να τρώτε πρωτεΐνες. Ο δρ Λάστιγκ λέει πως πρέπει να υπάρχει κάποιου είδους πρωτεΐνη (κοτόπουλο, πουλερικά, ψάρια, λίγων λιπαρών γαλακτοκομικά) σε κάθε γεύμα, για να επιβραδύνεται η διαδικασία της πέψης και οι «εκρήξεις» ινσουλίνης.
* Να αποφεύγετε τα παχυντικά. Κάθε τρόφιμο που περιέχει μόνον λίπη, υδατάνθρακες και ζάχαρη (όπως τα ντόνατς, τα μιλκ σέικ και οι πάστες) πρέπει να αποφεύγεται.
Επιμέλεια: Ρούλα Τσουλέα
Πηγή : ΤΑ ΝΕΑ Weekend