teen ej
Εκτύπωση άρθρου

Παναγιώτα Καρλατήρα
Με τη συνεργασία της ειδικού, ψυχολόγου- παιδοψυχολόγου κυρίας Αλεξάνδρας Καππάτου
 
Τρία διαφορετικά παιδιά, τρεις διαφορετικές οικογένειες, τρεις διαφορετικές περιοχές και σχολεία της Αττικής, αλλά κοινή η έγνοια, η αγωνία, η προσπάθεια κατανόησης και αποδοχής, η αναζήτηση απαντήσεων για τους γονείς τους. Κοινή η απογοήτευση και η απόρριψη που βίωσαν τα παιδιά, κοινή η άρνηση για το σχολείο, κοινή η απαξίωση από τους δασκάλους, κοινός ο θυμός για τον εαυτό τους και τους άλλους. Η διαδρομή που διένυσαν στα σχολικά χρόνια οι μικροί και οι μεγάλοι πρωταγωνιστές αυτών των ιστοριών, παρότι σε διαφορετικές δεκαετίες, δυστυχώς δεν αλλάζει ουσιαστικά.
 
Τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, δηλαδή διαταραχές ανάγνωσης (δυσλεξία), στη γραπτή έκφραση, στα μαθηματικά, και με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής- Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ), αντιμετωπίζονται ακόμη –και το χειρότερο αβασάνιστα- ως τεμπέλικα ή αδιάφορα παιδιά ή ως κακοί μαθητές ή ως ζωηρά, αντιδραστικά κι εν τέλει κουραστικά παιδιά. Παρά τη γνώση που έχει κατακτηθεί από την επιστημονική κοινότητα για τις διαταραχές αυτές, ο κίνδυνος να περιθωριοποιηθούν  είτε από το  σχολείο, είτε από την οικογένεια  παραμένει υπαρκτός και μεγάλος.

Υπάρχουν ευαισθητοποιημένοι εκπαιδευτικοί που μπορούν να εντοπίσουν τι κρύβει η τεμπελιά, η αδιαφορία, η φασαρία στη συμπεριφορά του παιδιού και να προτρέψουν την οικογένεια να απευθυνθεί σε ειδικό. Αλλά οι περισσότεροι δεν είναι –συνήθως- σε θέση να αναγνωρίσουν τα συμπτώματα των μαθησιακών δυσκολιών και να κινητοποιήσουν τους γονείς. Αντίθετα, σε αρκετές περιπτώσεις λειτουργούν ως τροχοπέδη είτε αποτρέποντάς τους είτε καθησυχάζοντάς τους ότι το παιδί δεν έχει τίποτα, ή το πρόβλημα θα ξεπεραστεί. Το αποτέλεσμα είναι όμως ότι χάνεται πολύτιμος χρόνος. Το ίδιο συμβαίνει και όταν οι γονείς δεν καταφέρνουν να εντοπίσουν αυτές τις ιδιαιτερότητες των παιδιών τους. Διότι σήμερα ξέρουμε ότι οι μαθησιακές δυσκολίες μπορούν να αντιμετωπιστούν εφόσον υπάρξει έγκαιρη διάγνωση και συστηματική εξατομικευμένη βοήθεια από ειδικό.
 
Η… ανησυχητική ησυχία της Μαρίας
Η 7χρονη Μαρία είναι ένα  ήσυχο και εσωστρεφές παιδί, ένα από τα πιο ήσυχα παιδιά της τάξης της – είναι στην Β’ Δημοτικού. Η επίδοσή της στα μαθήματα δεν είναι καλή –κάνει πολλά λάθη στην ορθογραφία, δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί, να αντιγράψει από τον πίνακα. Οι γονείς της αποδίδουν τη σχολική της επίδοση σε τεμπελιά και της φωνάζουν. Με την πίεση και τις φωνές (θεωρούν πως) υπάρχει κάποιο αποτέλεσμα, διότι έστω και με πολύωρη καθυστέρηση καταφέρνει να γράψει ή να διαβάσει στο σπίτι.

Την ίδια πίεση δεχόταν και από τη δασκάλα της Α’ τάξης. Είχε συνηθίσει να ακούει φωνές και χρονικά deadlines. Μάλιστα, συχνά η δασκάλα της στην Α΄ τάξη την παρέκαμπτε μέσα στην αίθουσα, όταν διάβαζαν ή έλεγαν λεξούλες, αν δεν απαντούσε αμέσως. «Μαρία, δεν έχουμε την πολυτέλεια να σε περιμένουμε να σκεφτείς. Πρέπει να κάνεις καλά την ανάγνωση από το σπίτι. Ο επόμενος…» έλεγε συχνά η δασκάλα. Το ίδιο γινόταν και στον πίνακα. Η Μαρία δεν μιλούσε για αυτό στους γονείς της. Τους το ανέφερε μια άλλη μητέρα που το άκουσε από την κόρη της. Οι γονείς της στενοχωρήθηκαν, αλλά δεν ήθελαν να ανοίξουν τέτοια κουβέντα με τη δασκάλα. Σκέφτηκαν ότι η Μαρία είναι λίγο χαϊδεμένη, ως η μικρότερη του σπιτιού, και ίσως λίγο ανώριμη. Στην επόμενη χρονιά σίγουρα θα είχε διαφορά.
 
Στον δεύτερο μήνα της Β’ τάξης η δασκάλα κάλεσε τους γονείς της Μαρίας. Τους είπε για το ενδεχόμενο η Μαρία να παρουσιάζει κάποια δυσκολία στη μάθηση. Στενοχωρήθηκαν αλλά δεν ήθελαν να συνεχίσουν τη συζήτηση με τη δασκάλα του παιδιού τους. Η μητέρα της, ταραγμένη, μόνο είπε «Μα τα αδέλφια της δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Τι δυσκολία μπορεί να έχει; Εμείς δεν έχουμε δυσκολίες και τέτοια προβλήματα στην οικογένειά μας με τα μαθήματα. Είμασταν αριστούχοι». Η πίεση στη Μαρία εντάθηκε. «Κάθισε να διαβάσεις», «Δεν έμαθες καλά την ορθογραφία», «Τακτοποίησε τα τετράδια σου», «Πού είναι το μυαλό σου», άρχισε να δέχεται καταιγισμό παρατηρήσεων. Η Μαρία άρχισε να κλείνεται στον εαυτό της, να αισθάνεται φόβο, ανασφάλεια, ενοχές. Παρέμεινε ήσυχη στην τάξη, σαν αόρατη. Ήσυχη και απομονωμένη. Κι ευχόταν να μπορούσε να το καταφέρει και στο σπίτι…
 
Η μόνιμη υπερένταση του Γιώργου

Ο 11χρονος Γιώργος πάλι έχει τον… ακάθιστο και στο σχολείο και παντού. Σηκώνεται να κρεμάσει και να ξεκρεμάσει το μπουφάν, να πάει τουαλέτα, ρίχνει κάτω την κασετίνα με τα μολύβια του για να τα… ξαναμαζέψει, διακόπτει τον δάσακαλο. Αλλά και στο  σπίτι μοιάζει έτοιμος να φύγει από παντού, σαν να είναι στην πρίζα. Οι γονείς του μιλάνε συχνά αστειευόμενοι για αυτό – σαν να θέλουν να δώσουν εξηγήσεις ακόμη κι αν δεν τους ρωτήσει κάποιος. Αναφέρουν λόγου χάρη στα πάρτι ότι από μικρός ο Γιώργος έτρεχε πάνω κάτω συνέχεια, χοροπηδούσε στους καναπέδες, σκαρφάλωνε όπου μπορούσε να σκαρφαλώσει.
 
Με την ίδια ένταση που κινείται, τρέχει και σκαρφαλώνει, παίζει και ηλεκτρονικά παιχνίδια – για την ακρίβεια παίζει μόνο με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Κρατά το φορητό psp και χάνεται στην μικρή οθόνη του, στις κινήσεις των δαχτύλων του, στα σκορ που πρέπει να πιάσει. Οι γονείς του έχουν πάντα μαζί τους μια συσκευή για να παίξει κάποιο ηλεκτρονικό παιχνίδι ο Γιώργος. Είναι η μόνη εναλλακτική για να καθίσει σε καρέκλα. Βεβαίως μετά δεν είναι εύκολο να τον πείσουν να σταματήσει το παιχνίδι, αλλά αυτό είναι άλλη υπόθεση. Στο σχολείο έχει εξαντλήσει κάθε δικαιολογία για να σηκώνεται από το θρανίο. Στο σπίτι το πεδίο ακόμη πιο πρόσφορο: η μελέτη ξεκινά με…διάλλειμα. Και συνεχίζεται με πείνα, δίψα, ανάγκη για τουαλέτα, για λίγο αέρα, ένα τηλέφωνο σε συμμαθητή να τσεκάρει τι είχαν μαθηματικά κοκ. Κάθε λίγο και λιγάκι αφορμή για διάλλειμα.
 
Ανοιχτό, εξωστρεφές, χαμογελαστό παιδί αλλά με τους φίλους του όλο διαφωνεί. Δυσκολεύεται πολύ να ακολουθήσει τους κανόνες των ομαδικών παιχνιδιών ή να ακούσει τα άλλα παιδιά ή να περιμένει τη σειρά του. Κι έτσι συχνά μένει εκτός παιχνιδιού ή παρέας.  Οι δάσκαλοι του από την Α δημοτικού μιλούσαν συχνά στους γονείς για τη συμπεριφορά του Γιώργου και τους έλεγαν ότι έχει συμπτώματα που πρέπει να δει κάποιος ειδικός και ότι μάλιστα μπορεί να συνδέονται με την χαμηλή του επίδοση στα μαθήματα. Στην  Γ τάξη οι γονείς του αποφάσισαν να του αλλάξουν σχολείο. Άλλο σχολείο, άλλοι δάσκαλοι, άλλοι συμμαθητές, η συμπεριφορά του Γιώργου παρέμεινε χαρακτηριστική με υπερκινητικότητα, παρορμητικότητα, διάσπαση προσοχής. Δεν ήταν όμως πια ο μόνος στην τάξη με  αυτήν την εικόνα. Κι αυτό βοήθησε και τον Γιώργο και τους γονείς του που βρήκαν το θάρρος να μιλήσουν με τους γονείς του άλλου παιδιού και να ζητήσουν κατευθύνσεις ανοίγοντας του ουσιαστικά τον δρόμο για μια ζωή στα δικά του μέτρα – και όχι στα μέτρα των άλλων…
 
Το μακρύ ταξίδι του Φίλιππου λόγω της λανθασμένης διάγνωσης

Από την πρώτη δημοτικού σε γνωστό ιδιωτικό σχολείο, 11 χρόνια πριν, ο Φίλιππος «φώναζε» για βοήθεια. Είχε δυσκολία στην συγκέντρωση, στη διαχείριση χρόνου, στην οργάνωση μελέτης και μια έντονα παρορμητική συμπεριφορά χωρίς αυτοέλεγχο με στοιχεία υπερκινητικότητας. Είχε μάλιστα συχνά ατυχήματα.
Οι συνεχείς επισημάνσεις των γονιών στους δασκάλους σε όλη τη διάρκεια της φοίτησης στο δημοτικό για πιθανή μαθησιακή δυσκολία αντιμετωπιζόντουσαν με αδιαφορία και επαγγελματική ανευθυνότητα. Μιλούσαν για ζωηρό παιδί, χωρίς όρια, ανώριμο ψυχοσυναισθηματικά που όταν ωριμάσει θα αναπτύξει τις δεξιότητες που χρειάζεται. Πετύχαινε τους μαθητικούς του στόχους του μετά από έντονες συγκρούσεις με τους γονείς του και πολλή καταπίεση. Εν τω μεταξύ, χτιζόταν σιγά σιγά η χαμηλή του αυτοεκτίμηση και η απαξίωσή του (από γονείς και δασκάλους).
 
Στο γυμνάσιο ο Φίλιππος  κατέρρευσε υπό το βάρος των πολλαπλών υποχρεώσεων, της έλλειψης διαπροσωπικής και στενής επαφής με τους καθηγητές αλλά και του όγκου της ύλης. Άρχισε να εκδηλώνει ψυχολογικά θέματα λόγω της χαμηλής αυτοεκτίμησης και της αμφιθυμίας του για την μαθησιακή διαδικασία. «Αφού θέλω τόσο πολύ να διαβάσω και να πετύχω γιατί προσπαθώ και δεν μπορώ; Μήπως δεν προσπαθώ αρκετά ή μήπως προσπαθώ πολύ αλλά είμαι χαζός;» ρωτούσε με απόγνωση τους γονείς του.
Οι γονείς παρά τις καθησυχαστικές κουβέντες των καθηγητών, ζήτησαν αξιολόγηση από το Κέντρο Διάγνωσης Διαφοροδιάγνωσης και Υποστήριξης των μαθητών (ΚΕΔΔΥ). Το πόρισμα ήταν ότι ο Φίλιππος είχε  υψηλό δείκτη νοημοσύνης με άτυπες μαθησιακές δυσκολίες και με στοιχεία  ελλειμματικής προσοχής που έχρηζε αξιολόγησης με γραπτές εξετάσεις αλλά χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν τα ορθογραφικά λάθη ή τα λάθη εκτέλεσης των πράξεων. Επίσης σύστηνε ενθάρρυνση του μαθητή από τους καθηγητές και από τους γονείς. «Έβαλαν ένα κουτσό παιδί να τρέχει 100στάρι μαζί με αρτιμελείς αθλητές» είναι ο δραματικός απολογισμός της οικογένειας, έπειτα από τέσσερα χρόνια. Το πόρισμα του ΚΕΔΔΥ όσο κι αν περιφέρθηκε από τους γονείς στους καθηγητές δεν ελήφθη ποτέ υπόψιν.  
 
Όταν ο Φίλιππος μπήκε στην χοάνη των πανελληνίων στη Β’ λυκείου κάποιοι καθηγητές εντόπισαν την αδυναμία του να συγκεντρωθεί, την δυσκολία να προσανατολιστεί χρονικά και τοπικά, την έντονη κούραση που παρουσίαζε το γραπτό του μετά 45 λεπτά και την διαφορά επίδοσης στα προφορικά έναντι των γραπτών. Οι γονείς του είχαν βεβαίως εντοπίσει τα καταθλιπτικά συναισθήματα, την απουσία κινήτρου και επιθυμίας και την άρνηση για τη μελέτη.
 
Ζήτησαν  νέα αξιολόγηση από το ΚΕΔΔΥ  εφόσον είχαν περάσει 4 χρόνια. Εισέπραξαν θλιβερή δημοσιοϋπαλληλική συμπεριφορά  με παραπλανητικά και ψευδή στοιχεία: «Εμείς δεν κάνουμε ποτέ λάθος, ακόμα κι αν το παιδί σας έχει ΔΕΠ-Υ δεν παίρνει χαρτί για να δώσει προφορικά. Εξάλλου, δεν είναι ανάγκη να γίνουν κι όλοι επιστήμονες. Αν μπορείτε  στείλτε τον να σπουδάσει στο ….εξωτερικό!» ήταν η απάντηση στην αίτηση για (επαν)αξιολόγηση του παιδιού.
Στην Γ’ Λυκείου η κατάσταση χειροτέρευε. Η οικογένεια απευθύνθηκε στο ειδικό κέντρο του Παίδων όπου ο Φίλιππος διαγνώστηκε με ΔΕΠ-Υ και έλαβε σύσταση για προφορικές εξετάσεις. «Δικαιώθηκα. Βίωνα το σισύφειο μαρτύριο ενός παιδιού με νευροπαθολογία στην δομή και λειτουργία του εγκεφάλου του που όλοι του επέβαλλαν να λειτουργεί με νευροτυπικό τρόπο ενώ δεν μπορούσε. Όπως παλαιότερα επέβαλλαν στον αριστερόχειρα να μάθει να γράφει με το δεξί και τον τιμωρούσαν αν δεν τα κατάφερνε…» λέει η μητέρα του. Μόλις 3 μήνες πριν από τις πανελλήνιες εξετάσεις ο Φίλιππος κλήθηκε όχι απλώς να αλλάξει τον τρόπο οργάνωσης και μελέτης αλλά να αλλάξει τον τρόπο που έβλεπε τον εαυτό του και τη ζωή του. Είχε χάσει πολύ χρόνο, αλλά ευτυχώς όχι το κουράγιο να συνεχίσει να παλεύει…
 
ΙΝΦΟ. Οι μαθησιακές δυσκολίες δεν μπορούν να διαγνωστούν από τη γέννηση ενός παιδιού, όπως άλλα προβλήματα. Κάθε παιδί ως γνωστόν έχει το δικό του ρυθμό και τις δικές του επιδόσεις. Μερικά παιδιά, όμως, ενώ διαθέτουν φυσιολογική νοητική ικανότητα και δεν αντιμετωπίζουν οργανικό πρόβλημα, παρουσιάζουν δυσκολία –ανεξήγητη καταρχάς για τους γονείς- σε επιμέρους τομείς της σχολικής φοίτησης, πχ στην ανάγνωση, την ορθογραφία, τη γραπτή έκφραση, τις μαθηματικές πράξεις. Αυτά τα παιδιά παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες. Στατιστικά, ήπιες έως και σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες παρουσιάζει ένα στα δέκα παιδιά, ενώ συναντώνται συχνότερα στα αγόρια από ότι στα κορίτσια. Η πιο γνωστή είναι η δυσλεξία. Τα αίτια των μαθησιακών δυσκολιών δεν είναι γνωστά – ενοχοποιούνται γενετικοί, νευροβιολογικοί, γνωσιακοί κα παράγοντες. Η ΔΕΠ-Υ είναι μια νευροβιολογική διαταραχή που εμφανίζεται σε ποσοστό περίπου 6% των παιδιών σχολικής ηλικίας, με «προτίμηση» στα αγόρια. Γίνεται συνήθως αντιληπτή όταν το παιδί καλείται να λειτουργήσει σε κάποια ομάδα, όπως στον παιδικό σταθμό, το νηπιαγωγείο, το σχολείο.
 
Ταλκ 13 Απριλίου 2016

Copy link
Powered by Social Snap