Eίναι πλέον γνωστό ότι το βρέφος, από την αρχή της γέννησής του, είναι βιολογικά εξοπλισμένο για επικοινωνία και ότι ο δεσμός μητέρας-βρέφους ξεκινάει από την περίοδο της εγκυμοσύνης. H συναλλαγή μητέρας και βρέφους είναι αμοιβαία. Mετά τη γέννηση, το βρέφος στηρίζεται πρωταρχικά στη μητέρα για την ικανοποίηση της βασικής βιολογικής
ανάγκης του: της τροφής. Παράλληλα, η μητέρα το φροντίζει, το περιποιείται, του εξασφαλίζει ηρεμία, του δείχνει την αγάπη της, τη στοργή της, τη ζεστασιά και την τρυφερότητα, που συμβάλλουν στη ανάπτυξη αυτής της σχέσης.
Tο απαλό της άγγιγμα επενεργεί στο βρέφος καταλυτικά, το βοηθά να ηρεμήσει από το στρες και του δημιουργεί τις προϋποθέσεις για καλύτερη ανάπτυξη.
H δυνατότητα της μητέρας να ταυτιστεί με το μωρό της εξαρτάται από διάφορους παράγοντες: από τις προηγούμενες εμπειρίες της, κυρίως από τη σχέση της με τη δική της μητέρα, πώς βίωσε την εγκυμοσύνη της, πώς υποδέχθηκε τον ερχομό του μωρού της, από την υποστήριξη που της παρέχει το περιβάλλον της και κυρίως ο σύζυγός της, από την οικονομική αλλά και κοινωνική κατάσταση της οικογένειας.
Από το βιβλίο της Α. Καππάτου «Οι γονείς κάνουν τη διαφορά». Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μίνωας.