bullyin sc
Εκτύπωση άρθρου

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΣΟΦΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Η πρόσφατη τραγική κατάληξη του φοιτητή από την Κρήτη Βαγγέλη Γιακουμάκη, που συγκλόνισε το πανελλήνιο, έφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα του εκφοβισμού. Άρχισαν να αναγνωρίζονται λάθη που σημειώνονται σε ενδοοικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο και οδηγούν στην έξαρση του φαινομένου και όχι στον περιορισμό του, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει σε μια προοδευτική και δημοκρατική κοινωνία. Ακούγονται πολλά σχετικά με την έλλειψη ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης επί του θέματος και για πρώτη φορά συζητήθηκε και το ενδεχόμενο της ποινικοποίησης του bullying, ως μέτρο πρόληψης και καταστολής του φαινομένου.

Για να αποκτήσουμε μια πιο σφαιρική γνώση σχετικά με το σύνθετο αυτό πρόβλημα, επικοινωνήσαμε με δύο ειδικούς επί του θέματος, τον ψυχολόγο στο “Χαμόγελο του Παιδιού” Στέφανο Αλεβίζο και την Αλεξάνδρα Καππάτου, ψυχολόγο – παιδοψυχολόγο και συγγραφέα εγχειριδίων Ψυχολογίας, με πολυετή εμπειρία σε φαινόμενα σχολικού εκφοβισμού και σχετική συγγραφική δραστηριότητα.

Σχολικός εκφοβισμός

Σύμφωνα με τον κύριο Αλεβίζο, ο όρος bullying συνδέεται με την επιθετικότητα, τη βία και την παραβατικότητα στον χώρο του σχολείου. Ως εκφοβισμός μπορεί να χαρακτηριστεί οποιαδήποτε αρνητική πράξη σε βάρος ενός παιδιού γίνεται στο πλαίσιο της αδυναμίας του να αντιδράσει και της απομόνωσής του, ενώ παράλληλα λαμβάνει χώρα σε ένα καθεστώς επανάληψης. Ο εκφοβισμός δεν συνδέεται μόνο με την εφηβική ηλικία και τον χώρο του σχολείου. Είναι ένα φαινόμενο που αφορά και τα ενήλικα άτομα. Χώροι όπως ο στρατός, οι φυλακές, το Διαδίκτυο ή το εργασιακό περιβάλλον, όπου το φαινόμενο μπορεί να χτυπήσει κόκκινο, είναι μερικά παραδείγματα.

Ο ψυχολόγος επισημαίνει πως ο εκφοβισμός αναγνωρίζεται ως παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο επηρεάζει πολλά παιδιά και ενήλικες. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχει χαρακτηριστεί ως πρόβλημα δημόσιας υγείας, καθώς συνδέεται με προβλήματα προσαρμογής, όπως αυτό της διαταραγμένης ψυχικής υγείας, και με τη μακροπρόθεσμη εμφάνιση βίαιης συμπεριφοράς. Έρευνες εντοπίζουν υψηλά επίπεδα άγχους και αυτοκτονικές σκέψεις ή ακόμα και τάσεις αυτοκτονίας σε ενήλικα άτομα που είχαν εμπειρία εκφοβισμού. Ωστόσο, παρά τις εξαιρετικά ανησυχητικές επιπτώσεις του, ο εκφοβισμός μέχρι και σήμερα δεν έχει νομοθετική κάλυψη.

Χαρακτηριστικά θύματος – θύτη

Κατά τον κύριο Αλεβίζο η “ανισορροπία δύναμης” είναι το βασικό χαρακτηριστικό μιας εκφοβιστικής σχέσης μεταξύ των παιδιών. Η ανισορροπία μπορεί να αφορά σωματικά, συναισθηματικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά των εμπλεκομένων.

Οι δύο ψυχολόγοι σημειώνουν πως θύματα και νταήδες παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά, όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση, καθώς και η δυσλειτουργία μηχανισμών στο εσωτερικό της οικογένειας. Ωστόσο, υπογραμμίζουν πως σε κάθε περίπτωση παρατηρούνται διαφορετικά είδη δυσλειτουργιών. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, επειδή οι διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης και οι διαφορετικές αρχές και βιώματα που δέχεται κάθε παιδί έχουν ως συνέπεια την ανάγκη εξατομικευμένης παροχής συμβουλευτικής υποστήριξης και αγωγής σε κάθε περίπτωση εκφοβισμού.

Θύματα bullying

Σύμφωνα με την κυρία Καππάτου, τα παιδιά στα οποία ασκείται σχολικός εκφοβισμός παρουσιάζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, για τα οποία δέχονται βίαιη αντιμετώπιση από τους συμμαθητές τους. Συνήθως πρόκειται για ντροπαλά παιδιά, με μικρόσωμη διάπλαση, χαμηλή αυτοπεποίθηση, εσωστρεφή, χαμηλών τόνων, ευαίσθητα, μοναχικά, με υπερπροστατευτικούς γονείς. Τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν κάποια ιδιαιτερότητα ή κάποιο χαρακτηριστικό που τα διαφοροποιεί από τους συμμαθητές τους, όπως υψηλή ή χαμηλή σχολική επιδόση, υπέρβαρη ή λιποβαρή διάπλαση, υψηλό ή χαμηλό ανάστημα, φορούν γυαλιά μυωπίας κ.ά. Συχνά τα θύματα εμφανίζονται ευαίσθητα στα πειράγματα, οξύθυμα, θυμώνουν, κλαίνε, απομονώνονται στις διαφωνίες και εμφανίζουν εριστικότητα και επιθετικότητα. Σε πολλές περιπτώσεις τα θύματα ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, όπως μετανάστες ή άτομα με αναπηρία, μπορεί να είναι οι καινούργιοι μαθητές σε μια τάξη ή αυτοί που έρχονται στα μέσα της χρονιάς.

“Νταήδες”

Από την άλλη πλευρά, όπως αναφέρει η ψυχολόγος, τα παιδιά που ασκούν εκφοβισμό στους συμμαθητές τους, οι “νταήδες”, όπως τους χαρακτηρίζει, εμφανίζουν υψηλή αυτοπεποίθηση, απειθαρχία σε κανόνες, θέλουν να επιβάλλονται και θεωρούν τη βία φυσιολογικό φαινόμενο. Συχνά έχουν υπερπροστατευτικούς, αυταρχικούς ή αδιάφορους γονείς. Αντιδρούν οξύθυμα, δεn δέχονται τη ματαίωση των επιθυμιών τους, ενώ εύκολα αισθάνονται ότι οι άλλοι τα απειλούν. Καταφεύγουν στη βία ή στον εκφοβισμό για να επιλύουν διαφορές με συμμαθητές τους. Οι νταήδες συνηθίζουν να αποβάλουν παιδιά από την παρέα και υιοθετούν τον ρόλο του αρχηγού σε αυτή ή δημιουργούν κλίκες. Τα παιδιά αυτά δεν έχουν πάντα μεγαλόσωμη σωματική διάπλαση. Η παιδοψυχολόγος αναφέρει επίσης πως ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι οι επιθετικοί μαθητές συχνά πάσχουν από κατάθλιψη ή από κάποια διαταραχή που δεν έχει διαγνωστεί. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, οι ίδιοι υπήρξαν θύματα εκφοβισμού στο παρελθόν.

Ενδείξεις στοχοποίησης

Η κυρία Καππάτου διακρίνει πέντε διαφορετικά είδη σχολικού εκφοβισμού, τον σωματικό, τον λεκτικό, τον έμμεσο ή συναισθηματικό, τον σεξουαλικό και ηλεκτρονικό. Εφιστά την προσοχή στους γονείς, υπογραμμίζοντας ότι πρέπει να δημιουργούν σχέσεις ασφάλειας και εμπιστοσύνης με τα παιδιά τους. Συχνά τα παιδιά κρύβουν όσα βιώνουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Χαρακτηριστικά, μας αναφέρει την περίπτωση ενός μικρού αγοριού, που οι γονείς του παρατηρούσαν αλλαγή στη συμπεριφορά του χωρίς να γνωρίζουν τι συμβαίνει και τελικά το παιδί εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα πως ένιωθε ταπεινωμένο επειδή το αποκαλούσαν “γυαλούμπα” οι συμμαθητές του. Οι γονείς πρέπει να είναι υποστηρικτικοί, αλλά όχι υπερπροστατευτικοί, να βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία με το παιδί, να το αφήνουν να παίρνει πρωτοβουλίες και να μην είναι καθοδηγητικοί και πνιγηροί. Τα παιδιά πρέπει να ωθούνται να λύνουν μόνα τους τα προβλήματα και να αισθάνονται συναισθηματική ασφάλεια στο οικογενειακό περιβάλλον.

Οι δύο ψυχολόγοι υπογραμμίζουν πως οι γονείς πρέπει να παρατηρούν και την πιο μικρή αλλαγή στη συμπεριφορά των παιδιών τους επειδή μπορεί να δηλώνει απειλή. Οι πιο συχνές αλλαγές που πρέπει να τους ανησυχούν είναι η εκδήλωση επιθετικότητας ή ανησυχίας, η απέχθεια προς το σχολείο και οι δικαιολογίες του παιδιού για να μην πάει σ’ αυτό, τα σημάδια στο σώμα του, η πτώση των μαθητικών του επιδόσεων, η συχνή απώλεια των αντικειμένων και χρημάτων του κ.ά.

ΕΡΕΥΝΑ ΑΠΟ ΤΟ “ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ”

Ένα στα τρία παιδιά έχει υποστεί εκφοβισμό

Υψηλότερο δείκτη θυματοποίησης παρουσιάζουν τα αγόρια, με ποσοστό 34,2%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των κοριτσιών ανέρχεται σε 29,71%. Από την άλλη πλευρά, το 30,2% των μαθητών δήλωσαν ότι έχουν εκφοβίσει άλλα παιδιά

Τα αποτελέσματα της πανευρωπαϊκής έρευνας που διεξήγαγε «Το Χαμόγελο του Παιδιού» το 2012 σε τυχαίο δείγμα 4.999 μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα αποκαλύπτουν ότι το 31,98% των παιδιών δήλωσε ότι έχει δεχτεί εκφοβισμό είτε κατ΄ επανάληψη είτε περιορισμένες φορές. Υψηλότερο δείκτη θυματοποίησης παρουσιάζουν τα αγόρια, με ποσοστό 34,2%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των κοριτσιών ανέρχεται σε 29,71%.

Από την άλλη πλευρά, το 30,2% των μαθητών δήλωσαν ότι έχουν εκφοβίσει άλλα παιδιά, είτε περιστασιακά είτε κατ’ εξακολούθηση. Όσον αφορά στο φύλο, το 42,2% των αγοριών δήλωσαν ότι έχουν εκφοβίσει άλλα παιδιά έναντι του 18,57% των κοριτσιών.

Κατά τον κύριο Αλεβίζο, το 2014 πραγματοποιήθηκαν 351 κλήσεις στην Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή SOS 1056 που αφορούσαν αιτήματα για βοήθεια σε προβλήματα εκφοβισμού.

Προλαμβάνοντας τον εκφοβισμό

Οι δύο επιστήμονες συμφωνούν πως η ευαισθητοποίηση και η πρόληψη κατά του σχολικού εκφοβισμού πρέπει να γίνει εντός των σχολείων. Υποστηρίζουν πως η διαδικασία αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλα σχεδιασμένα προγράμματα, με στόχο τη συναισθηματική αγωγή των παιδιών, την καλλιέργεια της συναισθηματικής ωριμότητάς τους, την αφύπνιση της ενσυναίσθησης, τη συνειδητοποίηση της μοναδικότητάς τους και την ανάπτυξη της κουλτούρας της αντίδρασης στον εκφοβισμό. Τα στοιχεία αυτά συμβάλλουν στη δημιουργία ασφαλών δεσμών με την οικογένεια και το ευρύτερο περιβάλλον, στην έλλειψη φοβικών και ενοχικών συναισθημάτων και στην ψυχική ανθεκτικότητα των παιδιών, κάτι που σε καιρό κρίσης είναι απολύτως αναγκαίο για την ομαλή ψυχοκοινωνική ανάπτυξή τους.

Η μάθηση ως παράγοντας πρόληψης

Κατά τον κύριο Αλεβίζο, η ανάπτυξη αυτών των δεξιοτήτων οδηγεί στην εμψύχωση και την ενδυνάμωση του παιδιού, οι οποίες από κοινού με την εκπαίδευση και τη βελτίωση της επικοινωνίας εντός της σχολικής ομάδας συντελούν στη διαμόρφωση του κατάλληλου συγκινησιακού κλίματος για να αναπτύξουν τα παιδιά στο έπακρον το δυναμικό τους. Οι δύο ψυχολόγοι τονίζουν πως αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν δεν συνδυαστεί με το έργο των εκπαιδευτικών μέσα από ειδικά διαμορφωμένα προγράμματα, αλλά και με την επιπρόσθετη κατάρτιση αυτών μέσω περαιτέρω σπουδών και επιμορφωτικών σεμιναρίων. Ο εκπαιδευτικός διδάσκει στα παιδιά την απόκτηση αυτοπεποίθησης, τη συνεργασία, την αυτοεκτίμηση και την αποδοχή της διαφορετικότητας. Η σχέση που αναπτύσσεται με τα παιδιά είναι κρίσιμη, καθώς έχει αντίκτυπο σ’ αυτά. Η κυρία Καππάτου χαρακτηρίζει τον ρόλο του δασκάλου πολύπλευρο, σύνθετο και πολύτιμο και προσθέτει πως υποστηρικτικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία πρέπει να έχουν ειδικά καταρτισμένοι παιδοψυχολόγοι, οι οποίοι είναι αναγκαίο να στελεχώνουν τις σχολικές μονάδες.

Σύμφωνα με τη διακεκριμένη επιστήμονα, η ύπαρξη παιδοψυχολόγων στα σχολεία είναι απολύτως απαραίτητη. Απέχουμε εννέα χρόνια από τον θάνατο του εντεκάχρονου Άλεξ στη Βέροια, αλλά η κατάσταση εξακολουθεί να παραμένει ίδια. Μάλιστα, ακόμα και τώρα, που ο διάλογος γύρω από το bullying είναι έντονος, γονείς και εκπαιδευτικοί αγνοούν τις κατάλληλες μεθόδους χειρισμού περιστατικών εκφοβισμού. Δεν υπάρχουν μέτρα αντιμετώπισης, απλώς εκδηλώνονται εξάρσεις ευαισθητοποίησης έπειτα από κάποιο τραγικό συμβάν, οι οποίες ατονούν ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα, χωρίς να σημειώνεται πρόοδος. Η κατάσταση συντηρείται και διαιωνίζεται. Πολλοί γονείς δεν γνωρίζουν τι συμβαίνει στα παιδιά τους, αλλά ακόμα κι αυτοί που γνωρίζουν, λόγω άγνοιας χειρισμού, λαμβάνουν πρόχειρα και αναποτελεσματικά μέτρα, όπως να συμβουλεύσουν το παιδί να απαντά στη βία με βία, να επεμβαίνει ο ίδιος ο γονέας για να νουθετήσει τους νταήδες ή να αλλάζουν σχολείο στο παιδί.

Προσοχή στο διάλειμμα

Όσον αφορά τον ρόλο των εκπαιδευτικών, η παιδοψυχολόγος τονίζει πως ο δάσκαλος δημιουργεί τις συνθήκες μέσα στην τάξη για να υπάρχει αποδοχή του παιδιού στο διάλειμμα. Το διάλειμμα όμως είναι ένας πολύ σημαντικός χρόνος παρατήρησης της συμπεριφοράς των παιδιών, καθώς κατά τη διάρκειά του φαίνονται προβλήματα που υπάρχουν. Εκεί εκδηλώνεται η περιθωριοποίηση και η απομόνωση παιδιών, τα πειράγματα και η βία. Οι χώροι του σχολείου εκτός της σχολικής αίθουσας δίνουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να εξαχθούν συμπεράσματα, αλλά οι εκπαιδευτικοί δεν είναι εύκολο να παρατηρούν τι συμβαίνει σ’ αυτούς.

Ο ρόλος του ψυχολόγου

Σ’ αυτό το σημείο καταδεικνύεται η ανάγκη ύπαρξης παιδοψυχολόγου στις σχολικές μονάδες για να αναλάβει πολλαπλές αρμοδιότητες. Ο παιδοψυχολόγος θα συμβάλλει στην πρόληψη και την επίλυση διαφόρων καταστάσεων, όπως αυτή της βίας, θα προωθεί την ανάπτυξη συνεργασίας, θα εντοπίσει παιδιά που είναι πιο ευαίσθητα και ευάλωτα και θα δώσει τις κατάλληλες οδηγίες στους γονείς και τους εκπαιδευτικούς για να τα βοηθήσουν να ενταχθούν καλύτερα στη σχολική ομάδα. Έπειτα, μπορεί να εντοπίσει παιδιά προερχόμενα από οικογένειες υψηλού κινδύνου και να τα βοηθήσει να ενσωματωθούν στο σχολικό περιβάλλον. Ακολούθως, μπορεί να συμβουλεύει γονείς και εκπαιδευτικούς, οι οποίοι δεν διαχειρίζονται απλώς παιδιά, αλλά “ψυχισμούς παιδιών”, κατά την κυρία Καππάτου.

Συμβουλές διαχείρισης προβλημάτων εκφοβισμού

Μαθητές: Η παιδοψυχολόγος συμβουλεύει τους μαθητές που στοχοποιούνται να οπλιστούν με θάρρος και υπομονή και να διαχειριστούν την κατάσταση. Η φυγή δεν βοηθά. Το θύμα είναι χρήσιμο να έχει κάποιους φίλους και να συζητήσει μαζί τους το πρόβλημα. Πρέπει να μιλήσει στους γονείς του για όσα αισθάνεται χωρίς να φοβάται την αντίδρασή τους. Δεν ευθύνεται για την ιδιαιτερότητά του και δεν πρέπει να νιώθει ενοχικά. Ο καθένας μας είναι απλά διαφορετικός από τον άλλο, όχι ανώτερος ή κατώτερος. Το πιο σημαντικό είναι το παιδί να μη δείξει στον νταή ή τους νταήδες που το ενοχλούν πως φοβάται. Τέλος, πρέπει να ενημερώσει τον εκπαιδευτικό, παρουσιάζοντας έναν ή δύο φίλους ως μάρτυρες της κατάστασης και σε συνεννόηση με την οικογένεια να προσπαθήσουν να λύσουν το πρόβλημα. Επίσης, συμβουλεύει τους συμμαθητές των θυμάτων να μη φοβούνται και να μην αποφεύγουν να μιλήσουν νιώθοντας τυχεροί που οι ίδιοι δεν είναι στη θέση τους, αλλά να ενημερώνουν τους εκπαιδευτικούς ή τους γονείς τους και να συμπαραστέκονται στους ευάλωτους συμμαθητές τους.

Γονείς και εκπαιδευτικοί: Όσον αφορά στους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, η ίδια τονίζει πως η παρατήρηση είναι η αποτελεσματικότερη πρακτική προκειμένου να στηρίξουν το παιδί. Οποιαδήποτε αλλαγή στη συμπεριφορά ή την εμφάνιση αυτού πρέπει να τίθεται υπό κριτικό βλέμμα. Ο γονέας πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με το παιδί και με ήρεμο και απλό τρόπο να το προτρέπει να του εκμυστηρεύεται όσα αισθάνεται. Η στάση του πρέπει να είναι υποστηρικτική και να του μεταφέρει τη βεβαιότητα ότι είναι ασφαλές και ότι το πρόβλημα θα λυθεί.

Οι εκπαιδευτικοί που αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις πρέπει να προσπαθούν να τις επιλύουν άμεσα και κυρίως μακροπρόθεσμα. Η στάση τους πρέπει να καθιστά σαφές ότι δεν γίνεται αποδεκτή οποιαδήποτε μορφή βίας και διαχωρισμού των μαθητών. Μέσω δράσεων στο πλαίσιο της διδασκαλίας πρέπει να ενισχύουν τη συνεργασία. Επίσης, πρέπει να υπάρχει συνεχής επικοινωνία με τους μαθητές, ώστε τα παιδιά να εκδηλώνουν όσα βιώνουν, καθώς αυτό που τα ωθεί να σιωπούν, όπως μας λέει η παιδοψυχολόγος, είναι πως φοβούνται ότι δεν υπάρχει κάποιο άτομο του περιβάλλοντός τους να ανταποκριθεί και να τους συμπαρασταθεί ουσιαστικά.

Η Αυγή 

https://www.avgi.gr/article/5420488/o-efialtis-tou-sxolikou-ekfobismou

Copy link
Powered by Social Snap