alkool metro
Εκτύπωση άρθρου

drink
Η σχέση του ανθρώπου με το αλκοόλ υπήρξε τερπνή όσο και ωφέλιμη καθώς συνέβαλε στην επιβίωση του είδους μας. Τώρα όμως η εξέλιξη μοιάζει να στρέφεται προς την… αποτοξίνωση αφού το γονίδιο «μην πίνεις!» κερδίζει έδαφος

Ακόμη και αν εσείς δεν το βάζετε καν στο στόμα σας, δεν μπορείτε να αρνηθείτε ότι στους ανθρώπους, ως είδος, αρέσει το ποτό. Πίνουμε κρασί, μπίρα, ούζο και άλλα αποστάγματα… για την ακρίβεια, το προϊόν ζύμωσης σχεδόν οποιουδήποτε πράγματος μπορεί να μετατραπεί σε αλκοόλ. Η αγάπη μας για αυτή την τοξική ουσία, αιτία τόσων προβλημάτων, αποτελεί κατά κάποιον τρόπο ένα μυστήριο. Ισως αρκεί να πούμε ότι πίνουμε επειδή αυτό μας κάνει να νιώθουμε καλά. Νομίζω όμως ότι για να καταλάβουμε την αγάπη μας για το αλκοόλ χρειαζόμαστε μια ευρύτερη, πιο εξελικτική ερμηνεία.

Φλερτ με τους μύκητες
Η ιστορία του αλκοόλ είναι η ιστορία μιας στενής σχέσης ανάμεσα στους ανθρώπους και στους μύκητες της μαγιάς, ένα φλερτ που ξεκίνησε πριν από εκατομμύρια χρόνια και συνεχίζεται και σήμερα. Μας αρέσει να θεωρούμε ότι είμαστε οι σταρ σε αυτό το δράμα, στην πραγματικότητα όμως οι μύκητες της μαγιάς είναι οι αφανείς πρωταγωνιστές. Ο δεσμός μας είναι συμβολικός – ένας αμοιβαία ευεργετικός συνεταιρισμός. Στον οποίο μάλιστα η ισορροπία δυνάμεων αλλάζει συνεχώς. Οπωσδήποτε οι μύκητες της μαγιάς φαίνονται να έχουν το πάνω χέρι, τουλάχιστον από τότε που οι πρόγονοί μας άρχισαν να ζυμώνουν τα οινοπνευματώδη ποτά τους. Καλλιεργούμε μύκητες, φροντίζουμε να επιβιώνουν και να πολλαπλασιάζονται, και ως αντάλλαγμα παίρνουμε, στην καλύτερη περίπτωση, ένα καλό γλέντι και έναν γερό πονοκέφαλο το επόμενο πρωί. Κάποτε ωστόσο οι μύκητες και το αλκοόλ μάς πρόσφεραν πολύ πιο σημαντικές ανταμοιβές.

Σήμερα το κόστος της αγάπης μας για το αλκοόλ συχνά ξεπερνά τα οφέλη. Ωστόσο, επειδή πρόκειται για μια ιστορία της εξέλιξης, το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Ηδη κάποιοι άνθρωποι έχουν αποκτήσει γενετικές μεταβολές που τους ενθαρρύνουν να πίνουν λιγότερο. Αν η τάση συνεχιστεί, είναι πιθανό κάποτε αυτή η μακρά και θυελλώδης σχέση να φθάσει σε ένα είδος τεταμένης ανακωχής.

Μεθούν και τα ζώα
Δεν είμαστε το μόνο είδος που του αρέσει να… το τσούζει. Οι δροσόφιλες καταναλώνουν τακτικά ζυμωμένα φρούτα – όπως φαίνεται, χωρίς επίπτωση στις λειτουργίες τους. Αλλα ζώα ωστόσο δεν σηκώνουν το ποτό. Βομβυκίλες των κέδρων (σ.τ.Μ.: πτηνά της Βόρειας Αμερικής) έχουν θεαθεί να παραπαίουν ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων ή να τσουγκρίζουν σε κτίρια όταν τρώνε παραγινωμένα μούρα. Τρομακτικές ιστορίες με μεθυσμένους ελέφαντες κυκλοφορούν, αν και τα αποδεικτικά στοιχεία που τις στηρίζουν είναι φτωχά. Υπάρχουν ακόμη και αφηγήσεις για ζώα που αλλάζουν την πορεία τους μόνο και μόνο για να μεθύσουν. Σε αυτά περιλαμβάνονται οι μυγαλές των δέντρων – ο στενότερος εν ζωή συγγενής των πρωτευόντων -, οι οποίες αναζητούν τις νυχτερινές σταλαγματιές ενός αφρώδους «οίνου» που παράγουν οι μύκητες στα μπουμπούκια των λουλουδιών των φοινίκων bertam.

Αυτή η συμπεριφορά μπορεί να αναχθεί στην αρχή της εξέλιξης των καρπών, πριν από περίπου 130 εκατομμύρια χρόνια, όταν τα ανθοφόρα φυτά εμφανίστηκαν κατά την Κρητιδική περίοδο. Με την εμφάνιση μιας νέας πηγής τροφής, ένα γένος μυκήτων γνωστό ως σακχαρομύκητες εξελίχθηκε για να τραφεί με αυτήν, και κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας οι εν λόγω μύκητες ανέπτυξαν ένα φυσιολογικής τάξεως «κόλπο». Αντί να χρησιμοποιούν την ενέργειά τους για να διασπούν εντελώς τα σάκχαρα, εξέλιξαν την ικανότητα να τα διασπούν μερικώς, παράγοντας ως άχρηστη ουσία την αιθανόλη, όταν οι προμήθειες σε σάκχαρα ήταν άφθονες αλλά το οξυγόνο ελλιπές. Η μερική διάσπαση των πολύτιμων σακχάρων στην πραγματικότητα έκανε τους μύκητες αυτούς λιγότερο αποτελεσματικούς από τους προγόνους τους. Τους χάρισε όμως και ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Η αιθανόλη σκοτώνει τα περισσότερα βακτήρια και στα βακτήρια αρέσει να τρέφονται με καρπούς, οπότε η παραγωγή αλκοόλ επέτρεπε στους μύκητες να ξεπαστρεύουν τον ανταγωνισμό.

Εξαρχής οι σακχαρομύκητες θα πρέπει να έτρωγαν ώριμους καρπούς – οι άγουροι είναι συχνά τοξικοί -, οπότε η μυρωδιά της αιθανόλης θα πρέπει να αποτέλεσε ένα οικουμενικό σήμα ότι οι καρποί ήταν έτοιμοι για φάγωμα. Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Ντάντλεϊ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, η φυσική επιλογή ευνόησε τα πρωτεύοντα και τα άλλα τρεφόμενα με καρπούς θηλαστικά, εφόσον μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την οσμή της αιθανόλης για να εντοπίσουν τους κατάλληλους προς βρώσιν καρπούς μέσα στα απέραντα δάση. Πιστεύει ότι εξέλιξαν μια αγάπη για τη μυρωδιά που τα οδηγούσε στην εμπειρία θετικών αισθήσεων προτού ακόμη καταναλώσουν το ίδιο το αλκοόλ. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία κάθε φορά που ένα πρωτεύον μυρίζει ποτό η ευχαρίστηση ξεχύνεται στον εγκέφαλό του. Αυτό μάλιστα ίσως να μην περιορίζεται μόνο σε εμάς τα πρωτεύοντα. Οι δροσόφιλες έχουν στο στόμα τους έναν αισθητήριο υποδοχέα, ένα είδος «θηλής» για το αλκοόλ. Εντοπίστηκε από έναν φοιτητή που, σε μια στιγμή απελπισίας στην πτυχιακή του εργασία, τους έδωσε μπίρα.

Ερωτας με την πρώτη ματιά;
Ο κ. Ντάντλεϊ υποστηρίζει ότι οι πρόγονοί μας άρχισαν να φτιάχνουν αλκοόλ για να τροφοδοτήσουν την αισθητηριακή τους ροπή προς αυτό, περίπου κατά τον ίδιο τρόπο που καλλιεργούμε ζαχαροκάλαμο και σακχαρότευτλα για να τροφοδοτήσουμε την προτίμηση που έχουμε εξελίξει για τη ζάχαρη. Αν είναι έτσι, το αλκοόλ είναι σαν όλα τα άλλα πράγματα από τα οποία κάποτε ωφελούμαστε αλλά τώρα παρασυρόμαστε από αυτά. Δεν έχουν όλοι την ίδια άποψη. Ο Ντέιβιντ Λέβι του Εθνικού Ιδρύματος Επιστημών στο Αρλινγκτον της Βιρτζίνια πιστεύει ότι τα πρωτεύοντα δεν είχαν ποτέ την έμφυτη τάση να αναζητούν τη μυρωδιά της αιθανόλης – στο κάτω-κάτω οι καρποί που μυρίζουν αιθανόλη έχουν αρχίσει ήδη να παραωριμάζουν. Αντίθετα, υποστηρίζει, οι πρόγονοί μας άρχισαν να απολαμβάνουν πραγματικά το αλκοόλ μόνο αφότου έμαθαν να το παρασκευάζουν. Από μια νευρολογική συγκυρία το οινόπνευμα πυροδότησε αισθήματα που τους άρεσαν και ήθελαν κι άλλο, και έτσι μερικές φορές αφήνονταν στην υπερβολή. Αν ο κ. Λέβι έχει δίκιο, η έλξη που νιώθουμε για το αλκοόλ είναι περισσότερο σαν την έλξη που νιώθουμε για την καφεΐνη ή την κοκαΐνη παρά για τη ζάχαρη.

Το οινόπνευμα παράγει πράγματι ευχάριστα συναισθήματα – σε αυτό δεν έχει κανείς αντίρρηση – μέσω της ικανότητάς του να προσδένεται στους υποδοχείς GABA στον εγκέφαλο. Φυσιολογικά οι υποδοχείς αυτοί μειώνουν τη δραστηριότητα των νευρώνων στους οποίους βρίσκονται, όταν όμως το αλκοόλ προσδένεται σε αυτούς απελευθερώνει αυτή την εγκλωβισμένη δραστηριότητα και, κάνοντάς το, χαλαρώνει τόσο το σώμα μας όσο και τις αναστολές μας. Χάρη σε αυτό αμέτρητα μωρά έχουν συλληφθεί, αμέτρητες φιλίες έχουν ξεκινήσει και αμέτρητες προσεγγίσεις έχουν επιτευχθεί. Η αιθανόλη όμως επίσης μας αποσυντονίζει, μας αποχαυνώνει, μας κάνει ριψοκίνδυνους και επιθετικούς. Είναι το καύσιμο πίσω από πολλά ατυχήματα, καβγάδες, ακόμη και πολέμους.

Ασος στο μανίκι της επιβίωσης
Τελικά, ίσως η κατανάλωση του αλκοόλ να μην αποτέλεσε πλεονέκτημα για τους καρποσυλλέκτες προγόνους μας αλλά – και αυτό είναι ενδιαφέρον – φαίνεται ότι πρόσφερε πραγματικά οφέλη από τη στιγμή που αρχίσαμε να καλλιεργούμε. Στο ξεκίνημα της γεωργίας, πριν από περίπου 10.000 χρόνια, οι άνθρωποι που ζούσαν σε μικρούς οικισμούς άρχισαν να ζυμώνουν τρόφιμα και ποτά. Αυτό θα πρέπει να τους επέτρεψε να διατηρήσουν το πλεόνασμα των σπόρων, ουσιαστικά ευνοώντας τους μύκητες της μαγιάς έναντι των βακτηρίων που καταστρέφουν την τροφή. Ισως μάλιστα να έκανε τους σπόρους περισσότερο θρεπτικούς επειδή οι μύκητες της μαγιάς παράγουν κατά τη ζύμωση άλλα θρεπτικά συστατικά, συμπεριλαμβανομένων των βιταμινών της ομάδας Β. Η κατανάλωση του οινοπνεύματος μπορεί επίσης να διευκόλυνε τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, οι οποίες θα πρέπει να γίνονταν πιο πολύπλοκες καθώς οι κοινότητες μεγάλωναν. Ισως – πιο σημαντικό – η ζύμωση να πρόσφερε έναν τρόπο αποστείρωσης των υγρών, εφόσον η αιθανόλη δεν σκοτώνει μόνο τα βακτήρια – συμπεριλαμβανομένου ενός το οποίο προκαλεί χολέρα – αλλά και άλλα παθογόνα. Τα ζώα μάλιστα ίσως αυτοθεραπεύονται με τη βοήθειά της. Οι δροσόφιλες που έχουν μολυνθεί με παράσιτα καταναλώνουν περισσότερο αλκοόλ, το οποίο συνήθως σκοτώνει τα παράσιτα χωρίς να είναι θανάσιμο για τις μύγες. Στις ανθυγιεινές συνθήκες των πρώτων οικισμών τα ζυμωμένα ποτά ήταν θρεπτικά και πόσιμα – ίσως όχι απόλυτα υγιεινά αλλά καλύτερα από τις μη ζυμωμένες εναλλακτικές.

Καρτούτσο ετών… 7.000
Οσο για το πώς μάθαμε να φτιάχνουμε αλκοόλ, οι περισσότεροι ανθρωπολόγοι πιστεύουν ότι οι πρώτοι αγρότες έμαθαν το κόλπο τυχαία, όταν το αποθηκευμένο σιτάρι και το κριθάρι μολύνθηκαν με σακχαρομύκητες. Υπάρχει και μια άλλη, πιο ενδιαφέρουσα, πιθανότητα. Ο ανθρωπολόγος Σόλομον Κατς του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια στη Φιλαδέλφεια έχει υποστηρίξει ότι η ζύμωση προηγήθηκε, δίνοντας στους προγόνους μας ένα ισχυρό κίνητρο για να καλλιεργήσουν σπόρους ώστε να φτιάξουν αλκοολούχα ποτά. Το αρχαιότερο σκεύος αποθήκευσης αλκοόλ που έχει βρεθεί ως τώρα, ηλικίας 7.000 ετών, είναι σύγχρονο ή ίσως και παλαιότερο από τις αρχαιότερες ενδείξεις καλλιέργειας στην Κίνα, όπου και έχει ανασκαφεί.

Οπως και να έχει, από τη στιγμή που το αλκοόλ παρασκευάστηκε, οι παραγωγοί του συνειδητοποίησαν ότι θα μπορούσαν να το φτιάχνουν ξανά και ξανά μόνο και μόνο παίρνοντας ένα δείγμα από ένα ζυμωμένο υγρό και χρησιμοποιώντας το για να ξεκινήσουν τη διαδικασία σε μια καινούργια «φουρνιά». Η μεταμόρφωση αυτή θα πρέπει να τους φάνηκε μαγική, σήμερα όμως ξέρουμε ότι οι πρώτοι κάδοι της ανθρωπότητας είχαν εποικιστεί από τον Saccharomyces cerevisiae. Εχουμε επίσης και τον ακριβή γενετικό του κώδικα: ήταν ένας από τους πρώτους οργανισμούς που αποκωδικοποιήθηκε το γονιδίωμά τους. Παρ’ όλα αυτά γνωρίζουμε ακόμη ελάχιστα σχετικά με βασικά ζητήματα, όπως το από πού προήλθε.

Συμμαχία με στρατιές από μύκητες
Η μαγιά των ζυθοποιών άλλαξε πολλές φορές, καθώς η γεωργία εξαπλωνόταν και διαφορετικοί ανθρώπινοι πολιτισμοί ανέτελλαν. Νέες μορφές, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο τα είδη, εμφανίστηκαν ανάλογα με την παραγωγή της μπίρας και του κρασιού στις διάφορες περιοχές. Σε ένα σπήλαιο στη Γερμανία ο ανθεκτικός στο κρύο μύκητας της μαγιάς εξελίχθηκε σαν ένα υβρίδιο του S. cerevisiae και ενός είδους από την Παταγονία. Μυστηριωδώς, αυτό συνέβη περισσότερο από 100 χρόνια προτού οι Ευρωπαίοι φθάσουν στον Νέο Κόσμο.

Στη Βρετανία και αλλού οι ζυθοποιοί άρχισαν επίσης να χρησιμοποιούν ένα εντελώς νέο είδος μυκήτων της μαγιάς, τους Βρετανομύκητες (Brettanomyces), οι οποίοι είχαν αποκτήσει την ικανότητα να παράγουν οινόπνευμα ανεξάρτητα από τους σακχαρομύκητες, από τους οποίους είχαν διαχωριστεί πριν από 200 εκατομμύρια χρόνια. Οι Βρετανομύκητες χρησιμοποιούνται επίσης για την παραγωγή αρκετών από τις specialty beers, δίνοντάς τους μια ασυνήθιστη ξινή δριμύτητα.

Οι άνθρωποι χωρίς αμφιβολία επηρέασαν την εξελικτική διαφοροποίηση των μυκήτων της μαγιάς, δεν καθοδήγησαν όμως συνειδητά τη διαδικασία περισσότερο από ό,τι τα Νησιά Γκαλάπαγκος άσκησαν έλεγχο στην εξέλιξη των σπίνων του Δαρβίνου.

Μύκητες όπως αυτοί της μαγιάς συχνά αλληλεπιδρούν συμβιωτικά με άλλα είδη. Τα μυρμήγκια φυλλοκόπτες, π.χ., τρέφουν με κομμάτια από φύλλα τους μύκητες που έχουν στις φωλιές τους, οι οποίοι με τη σειρά τους γίνονται τροφή για τα μικρά τους. Τα σκαθάρια Αμβροσία μεταφέρουν μύκητες και τους απελευθερώνουν στα νεκρά ξύλα όπου αυτοί αναπτύσσονται, εξασφαλίζοντας στα σκαθάρια την τροφή τους. Σε αυτές και άλλες περιπτώσεις λέγεται συχνά ότι τα ζώα έχουν εξημερώσει τους μύκητες, ίσως όμως ισχύει το αντίθετο. Στο κάτω-κάτω τα ζώα είναι αναγκασμένα να βγουν για να αναζητήσουν τροφή, ενώ οι μύκητες απλώς τρέφονται, αναπτύσσονται και αναπαράγονται. Κατά τον ίδιο τρόπο οι ζυθοποιοί πρέπει να δουλέψουν σκληρά για να εξασφαλίσουν ότι οι μαγιές τους θα πολλαπλασιαστούν. Επιπλέον οι ποικιλίες που επωφελούνται περισσότερο από εμάς έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν. Σε αυτές περιλαμβάνονται γενιές που έχουν εξελιχθεί ώστε να ανέχονται υψηλότερες συγκεντρώσεις οινοπνεύματος, κάτι το οποίο τους επιτρέπει να παράγουν πιο ισχυρά προϊόντα ζύμωσης, πείθοντάς μας να δουλέψουμε ακόμη σκληρότερα για να τους καλλιεργήσουμε.

Μοχλός της ανθρώπινης εξέλιξης

Ο «Βάκχος» του Καραβάτζιο

Οι μύκητες της μαγιάς μάς έχουν επίσης επηρεάσει οργανικά. Μια καθοριστική μεταβολή επήλθε πολύ νωρίς – μια μεγάλη διαφοροποίηση ανάμεσα στους ανθρώπους και στα άλλα πρωτεύοντα στα επίπεδα του ενζύμου που διασπά το οινόπνευμα και στα σημεία του σώματος όπου αυτό βρίσκεται. Στα άλλα πρωτεύοντα η αλκοολική αφυδρογονάση (ADH) βρίσκεται σε όλο το σώμα. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη εφόσον η αιθανόλη αποτελεί υποπροϊόν πολλών διαδικασιών του οργανισμού και άρα τα περισσότερα κύτταρα έρχονται σε επαφή με αυτήν. Το ένζυμο βρίσκεται παντού και στο δικό μας σώμα, όμως παρατηρείται μια δυσανάλογη συγκέντρωσή του στο ήπαρ, όπου καταλήγει το αλκοόλ που καταναλώνουμε. Η αυξανόμενη κατανάλωση οινοπνεύματος από τους προγόνους μας έγινε αυξανόμενα επικίνδυνη: η συγκέντρωσή του στο αίμα στο επίπεδο του 0,4% θεωρείται θανατηφόρα για τους ενήλικους ανθρώπους. Οσοι επιβίωναν από τα γερά μεθύσια έτειναν να έχουν περισσότερη αλκοολική αφυδρογονάση στο ήπαρ τους επειδή μπορούσαν να επεξεργαστούν το αλκοόλ πιο γρήγορα. Σήμερα το 10% των ενζύμων που υπάρχουν στο ήπαρ ενός μέσου ανθρώπου αφορά τον μεταβολισμό του οινοπνεύματος.

Δεδομένης της τόσο μακράς σχέσης ανάμεσα στους ανθρώπους και στους μύκητες της μαγιάς, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο ένας επηρέασε την εξέλιξη του άλλου. Η διαδικασία αυτή συνεχίζεται. Καμία συμβιωτική σχέση δεν είναι απλή – το κόστος και τα οφέλη που έχει η κάθε πλευρά αλλάζουν με τον χρόνο και το πλαίσιο. Το αλκοόλ ίσως αποτέλεσε κάποτε ένα σήμα για τους καλούς καρπούς. Στις απαρχές της γεωργίας μάλλον βοήθησε στην επιβίωσή μας. Η πλάστιγγα θα πρέπει όμως να έγειρε προς την άλλη πλευρά, καθώς οι ασθένειες που μεταδίδονται από το νερό άρχισαν να αποτελούν μικρότερο πρόβλημα, ενώ η καλλιέργεια των μυκήτων της μαγιάς έγινε πιο εύκολη και τα προϊόντα τους πιο μεθυστικά. Οι άνθρωποι ακόμη ωφελούνται από ένα ποτηράκι: κάθε τόσο εμφανίζεται μια μελέτη που λέει ότι λίγο κρασί ή, σπανιότερα, λίγη μπίρα κάνει καλό στην υγεία. Παρ’ όλα αυτά για την κοινωνία ως σύνολο το αλκοόλ πλέον επιφέρει περισσότερο κόστος παρά κέρδος, είτε το μετρήσουμε σε προσδόκιμο ζωής είτε σε χρήματα. Το 2010 ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος κίνδυνος για την υγεία στον πλανήτη, σκοτώνοντας 4,9 εκατομμύρια ανθρώπους, ενώ το πρόβλημα με το ποτό δημιουργεί ετήσιο οικονομικό βάρος εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Το γονίδιο «μην πίνεις!»
Σε κάποια μέρη το κόστος αυτό φαίνεται ότι βάραινε επί πολλές γενεές, αρκετά ώστε να επιτρέψει στους ανθρώπους να εξελιχθούν και πάλι. Τη φορά αυτή η φυσική επιλογή έχει ευνοήσει μια προσαρμογή που ενθαρρύνει τα άτομα να καταναλώνουν λιγότερο αλκοόλ. Η «αποτοξικοποίηση» της αιθανόλης σχετίζεται με δύο ένζυμα: την αλκοολική αφυδρογονάση που μετατρέπει την αιθανόλη σε ακεταλδεΰδη και την αλδεϋδική αφυδρογονάση που μετατρέπει την ακεταλδεΰδη σε οξική ένωση. Αυτός ο συνεταιρισμός ενζύμων υπάρχει σχεδόν σε όλους τους οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένων πολλών βακτηρίων, σε ορισμένους όμως πληθυσμούς της Ανατολικής Ασίας, μεταξύ των οποίων οι περισσότεροι Κινέζοι και Ιάπωνες, το γονίδιο που κωδικοποιεί για την αλδεϋδική αφυδρογονάση έχει αλλάξει. Οταν άτομα με αυτή την εκδοχή του γονιδίου καταναλώνουν αλκοόλ, η μέθη επέρχεται ύστερα από λιγότερα ποτά, το πρόσωπό τους γίνεται κόκκινο, η καρδιά τους χτυπάει γρήγορα και νιώθουν ναυτία.

Το μεταλλαγμένο γονίδιο εξαπλώθηκε στο ίδιο γεωγραφικό και χρονικό μοτίβο με την καλλιέργεια του ρυζιού και την παραγωγή του κρασιού από ρύζι πριν από περίπου 7.000-10.000 χρόνια. Κάποιοι ερευνητές λένε ότι ίσως εξελίχθηκε για κάποιον λόγο, επισημαίνοντας πως από τη στιγμή που εμφανίστηκε εξαπλώθηκε πολύ πιο γρήγορα από ό,τι θα εξαπλωνόταν αν το γεγονός ήταν τυχαίο. Υποστηρίζουν ότι οι πληθυσμοί της Ανατολικής Ασίας είχαν αρχίσει να αισθάνονται τις συνέπειες του αλκοόλ τόσο έντονα ώστε τα άτομα που ο οργανισμός τους τα αποθάρρυνε από την υπερβολή στο ποτό είχαν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν. Υπό αυτό το πρίσμα η παραλλαγή του γονιδίου «μην πίνεις» ίσως να βοηθήθηκε τόσο από τη φυσική όσο και από τη σεξουαλική επιλογή – τουλάχιστον αν δεχθούμε ότι οι αναψοκοκκινισμένοι μεθύστακες έχουν λιγότερες πιθανότητες να βρουν ταίρι.

Η εξέλιξη δεν σταματά, οπότε είναι ενδιαφέρον να υποθέσουμε ότι διάφορες παραλλαγές γονιδίων «μην πίνεις» ίσως να εξαπλώνονται στους ανθρώπινους πληθυσμούς αυτή τη στιγμή. Αν είναι έτσι, ίσως κάποια μέρα η σχέση αγάπης μας με το αλκοόλ να φθάσει στο τέλος της – αν και δεν θα πρέπει να υποτιμάμε την εξελικτική εξυπνάδα των μυκήτων της μαγιάς.

Ο κ. Ρομπ Νταν είναι βιολόγος, συγγραφέας και επίκουρος καθηγητής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας.

Dunn Rob

Το Βήμα  

Copy link
Powered by Social Snap