Ενεργοποιούν τμήματα του εγκεφάλου που μας κάνουν να θέλουμε το ίδιο φαγητό και σε μεγαλύτερες ποσότητες
Οσοι τρώνε φαγητά με υδατάνθρακες, όπως οι μακαρονάδες, πεινάνε ξανά και ξανά
Τα γεύματα με υδατάνθρακες όχι μόνο μας κάνουν να πεινάμε περισσότερο έπειτα από τέσσερις ώρες, αλλά και να θέλουμε να φάμε… μία από τα ίδια, σε αντίθεση με τα γεύματα με πρωτεΐνη και φυτικές ίνες, τα οποία ενδείκνυνται για διατήρηση ή απώλεια βάρους. Αιτία είναι ο τρόπος που επιδρούν σε συγκεκριμένα τμήματα του εγκεφάλου, σύμφωνα με νέα έρευνα στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και στο Παιδιατρικό Νοσοκομείο της Βοστώνης.
Οπως διαπίστωσαν οι ειδικοί, η κατανάλωση γευμάτων με υδατάνθρακες ενεργοποιεί τμήματα που σχετίζονται με την επιθυμία για φαγητό και το άτομο επιζητεί την επιβράβευση μέσω της τροφής πολύ πιο έντονα από το αν έτρωγε ένα γεύμα με χαμηλότερο γλυκαιμικό δείκτη. Αυτό σημαίνει ότι την επόμενη φορά που θα φάει θα θέλει το ίδιο φαγητό σε μεγαλύτερες ποσότητες. Ετσι το άτομο μπαίνει σε έναν φαύλο κύκλο καθώς, σύμφωνα με τους ερευνητές, το ραβδωτό σώμα, ένα κομμάτι του κέντρου επιβράβευσης στον εγκέφαλο, μπορεί να χάσει την ευαισθησία του απέναντι στον νευροδιαβιβαστή δοπαμίνη, αυξάνοντας την επιθυμία για κατανάλωση τροφών πλούσιων σε υδατάνθρακες και μειώνοντας την ικανότητά του να ελέγξει αυτή την παρόρμηση. Η ομάδα μελέτησε 12 υπέρβαρους ή παχύσαρκους εθελοντές, στους οποίους έδωσε δύο είδη γευμάτων. Το ένα με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη και το άλλο με χαμηλό. Τα γεύματα ήταν ίσα σε θερμίδες, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λίπος, ενώ οι εθελοντές τα θεώρησαν το ίδιο νόστιμα. Τις επόμενες ώρες μετά τη λήψη του γεύματος οι επιστήμονες πήραν αίμα από τους εθελοντές για να μετρήσουν τη μεταβολή αντίδρασης στο φαγητό, κατέγραψαν πόσο και πότε ξαναπείνασαν, ενώ τους έβαλαν και σε λειτουργικό μαγνητικό τομογράφο, όπου «είδαν» τι συμβαίνει στο κέντρο επιβράβευσης του εγκεφάλου.
Και ενώ προφορικά τα δύο γεύματα έλαβαν τον ίδιο βαθμό ικανοποίησης από τους συμμετέχοντες, το αίμα και ο εγκέφαλός τους έδειξαν διαφορετικά πράγματα. Τέσσερις ώρες αργότερα αυτοί που είχαν καταναλώσει το γεύμα με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη είχαν χαμηλότερα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα και είπαν ότι πεινούσαν περισσότερο από ό,τι αυτοί που είχαν καταναλώσει τις τροφές με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη. Παράλληλα, η δραστηριότητα στον δεξιό επικλινή πυρήνα και στο αντίστοιχο κέντρο επιβράβευσης του εγκεφάλου, καθώς και στην περιοχή του φλοιού που σχετίζεται με την όσφρηση και τη γεύση, ήταν σημαντικά υψηλότερη σε όσους είχαν καταναλώσει τις τροφές με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη. Με αυτόν τον μηχανισμό, τονίζουν οι επιστήμονες, οι τροφές αυτές ωθούν σε έναν φαύλο κύκλο πολυφαγίας και αύξησης βάρους.
Η έρευνα, με επικεφαλής τον Ντέιβιντ Λούντβιγκ, διευθυντή του Κέντρου Πρόληψης της Παχυσαρκίας στο Παιδιατρικό Νοσοκομείο της Βοστώνης, δημοσιεύθηκε στην «Αμερικανική Επιθεώρηση Κλινικής Διατροφής».
Κόβουν την πείνα
Τα τρόφιμα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη απελευθερώνουν αργά και σταθερά γλυκόζη και συνεπώς ενέργεια στο σώμα, χωρίς να προκαλούν απότομες αυξομειώσεις του σακχάρου, ενώ παράλληλα μειώνουν το αίσθημα της πείνας.
Στέφανος Κρίκκης, Εύη Ελευθεριάδου
Τα Νέα