«Το παιδί πείθεται ότι έχει με το δράστη μια προνομιακή σχέση και ένα μυστικό μεταξύ τους, το οποίο δεν μοιράζονται με κανέναν άλλο»
«Οι παιδεραστές και παιδοβιαστές είναι άτομα υπεράνω υποψίας, ευχάριστα, κοινωνικά, συμπονετικά, είτε χωρίς σύντροφο ή εάν υπάρχει γάμος ή σχέση η ερωτική τους ζωή έχει ατονίσει».
Σε μία κοινωνία που τα περιστατικά βίας κατά των γυναικών και των παιδιών και τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων πληθαίνουν ανησυχητικά, με την ίδια την κοινωνία να βρίσκεται σε κρίση, το ζητούμενο είναι να γίνει έγκαιρη παρέμβαση ώστε να προλαμβάνονται τέτοια περιστατικά πριν λαβωθούν ανεπανόρθωτα οι παιδικές ψυχές.
Δύο ειδικοί, η ψυχολόγος -παιδοψυχολόγος- συγγραφέας Αλεξάνδρα Καππάτου και η αναπληρώτρια καθηγήτρια παιδιατρικής – εφηβικής ιατρικής ΕΚΠΑ, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εφηβικής Ιατρικής και υπεύθυνη των προγραμμάτων φιλικών για νέους των ΠΟΥ και ΕΚΠΑ Άρτεμις Τσίτσικα χαρτογραφούν την κατάσταση που επικρατεί στην χώρα (που δε διαφέρει από άλλες χώρες του εξωτερικού) κι εξηγούν τα αίτια πίσω από αυτά τα σκοτεινά νούμερα της κακοποίησης, περιγράφουν τους δράστες και δίνουν λύσεις για το πως μπορεί η πολιτεία να δράσει έγκαιρα. Όπως εξηγεί η Αλεξάνδρα Καππάτου ψυχολόγος- παιδοψυχολόγος- συγγραφέας: «Το τελευταίο διάστημα έρχονται στη δημοσιότητα πολύ συχνά περιστατικά έμφυλης βίας, κακοποίησης και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Φαίνεται ότι έχουμε ευαισθητοποιηθεί περισσότερο ως κοινωνία και ανοίγουν ευκολότερα τα στόματα των θυμάτων, – φτάνει η πληροφορία πιο γρήγορα στην Αστυνομία ή τις αρμόδιες Δομές. Σίγουρα η πανδημία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο με τις ασφυκτικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν λόγω του εγκλεισμού και ανέδειξαν ίσως και επιδείνωσαν σημαντικές προϋπάρχουσες δυσλειτουργίες σε κάποιες οικογένειες.
Η βία κατά των γυναικών που μπορεί να φτάσει και στον φόνο συνήθως προέρχεται από τον νυν σύντροφό ή από τον πρώην σύντροφο με τον οποίο η γυναίκα έχει χωρίσει ενώ τα περιστατικά της σεξουαλικής κακοποίησης των ανήλικων συμβαίνουν στην πλειοψηφία με δράστες άτομα που βρίσκονται κοντά στην οικογένεια και έχουν την δυνατότητα διείσδυσης σε αυτές. Μπορεί να είναι γνώριμοι της οικογένειας στην πλειοψηφία ή από την οικογένεια. Συνήθως
είναι άτομα που αποκτούν πρόσβαση στο παιδί, χτίζουν μαζί του σχέση εμπιστοσύνης και το χειραγωγούν. Οι άνθρωποι αυτοί είναι ευγενικοί, υποστηρικτικοί, υπεράνω υποψίας, έχουν μία καλή δουλειά, μπορεί να έχουν οικογένεια και να εμφανίζονται ως σωστοί σύζυγοι και γονείς, άλλωστε δεν σημαίνει ότι κακοποιούν τα δικά τους παιδιά. Είναι ευγενικοί φροντίζουν τα παιδιά, μπορεί να προσφερθούν να τα κρατήσουν αν οι γονείς δυσκολεύονται ή να τους κάνουν μάθημα ή να τα πάνε σε κάποια δραστηριότητα και χτίζουν σταδιακά μία σχέση εμπιστοσύνης, ασφάλειας και υποστήριξης που μάλιστα κάνει τα παιδιά να νιώθουν όμορφα γιατί κολακεύονται. Διαθέτουν κύρος και επιρροή στα παιδιά και τα χειρίζονται καταπατώντας τα δικαιώματά τους αλλά και την παιδικότητά τους. Το παιδί πείθεται ότι έχει με το δράστη μια προνομιακή σχέση και ένα μυστικό μεταξύ τους, το οποίο δεν μοιράζονται με κανέναν άλλο. Το παιδί με την αθωότητα της ηλικίας του καθώς και την έλλειψη εμπειρίας και γνώσης δεν μπορεί να κρίνει την επικινδυνότητα του δράστη. Σε κάποιες περιπτώσεις πείθεται από εκείνον ότι απολαμβάνει αυτά που γίνονται κατά τις συναντήσεις τους».
Η Αλεξάνδρα Καππάτου επισημαίνει ότι η κακοποίηση δεν συμβαίνει από τη μια στιγμή στην άλλη, συνήθως χρειάζεται κάποιο διάστημα συναναστροφής με το παιδί (χωρίς αυτό να είναι πάντα αναγκαίο) προκείμενου να δημιουργηθεί η σχέση εμπιστοσύνης . Το παιδί διστάζει να αποκαλύψει αυτά που του συμβαίνουν, φοβάται μήπως χαθεί αυτή η προνομιακή σχέση με το δράστη, ντρέπεται για όλο αυτό που συμβαίνει, φοβάται αν οι γονείς του θα το πιστέψουν , αν ο δράστης το έχει απειλήσει ανησυχεί μήπως συμβεί κάτι κακό στην οικογένειά του κλπ.
Ο γονιός δεν μπορεί πάντα να καταλάβει το μαρτύριο που περνά το παιδί του. Αν είναι κοντά στο παιδί του ενδεχομένως να παρατηρήσει τις αλλαγές στη συμπεριφορά του και να προβληματιστεί, χωρίς απαραίτητα να πάει το μυαλό του στη
κακοποίηση , εξάλλου αυτό αποτελεί ακραίο εφιάλτη κάθε γονιού. Σε αρκετές περιπτώσεις όμως μπορεί να περάσει καιρός μέχρι να γίνει κάτι τέτοιο αντιληπτό.
Πώς όμως μπορεί να γίνει η πρώιμη παρέμβαση σε τέτοια περιστατικά ώστε να μην εξελιχθούν σαν την τραγική ιστορία της 12χρονης από τον Κολωνό; Στη κακοποίηση ο ρόλος του σχολείου είναι πολύ σημαντικός, όπως τονίζει η Αλεξάνδρα Καππάτου. Η ευαισθητοποίηση του εκπαιδευτικού σε κάποιες περιπτώσεις βοηθά στην αποκάλυψη του μυστικού. Η στελέχωση των σχολείων με ειδικούς ψυχικής υγείας είναι αναγκαία. Ο ρόλος του ψυχολόγου στο σχολείο δεν είναι πολυτέλεια είναι αναγκαιότητα και θα λειτουργήσει καταλυτικά η παρουσία του στον εντοπισμό στην διαχείριση αλλά και στη πρόληψη παρόμοιων και όχι μόνο περιστατικών .
Το ζητούμενο σε αυτές τις καταστάσεις πέρα από το να βρεθούν οι δράστες και να πάρουν τον δρόμο της δικαιοσύνης είναι να συνέλθει το παιδί. Για αυτό αποτελεί στόχο να μπορέσουμε να δράσουμε έγκαιρα και πρώιμα ώστε να σταματήσει το μαρτύριο που βιώνει το παιδί. Σε αυτή τη κατεύθυνση είναι πολύ σημαντικό να έχουμε ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας με το παιδί ώστε να μπορεί να μας εκμυστηρευτεί ότι του συμβαίνει γνωρίζοντας ότι είμαστε πάντα δίπλα του. Επίσης, όπως εξηγεί η παιδοψυχολόγος-ψυχολόγος & συγγραφέας, μπορεί να παρατηρούμε κάποιες αλλαγές στη συμπεριφορά του που μας ξενίζουν και διαρκούν οπωσδήποτε κάποιες μέρες χωρίς να υπάρχει εμφανής λόγος στην οικογένειά μας που τα έχει επηρεάσει πχ. έντονο άγχος, φοβίες, δυσκολίες στον ύπνο, εφιάλτες, πτώση στη σχολική επίδοση, απομάκρυνση από τους συνομηλίκους, αποφυγή κάποιου ατόμου που πριν πλησίαζε, ανεξήγητα κλάματα, εκρήξεις θυμού, έκφραση σεξουαλικότητας που δεν συνάδει με την φάση ανάπτυξής του, παράπονα για πόνους στη κοιλιά. Η βροχή από τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης, που καταγράφονται το τελευταίο διάστημα καθιστά ακόμα πιο επιβεβλημένη την ένταξη του μαθήματος της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα σχολεία, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Όπως θυμίζει η παιδοψυχολόγος-ψυχολόγος Αλεξάνδρα Καππάτου, είχαν γίνει στο παρελθόν προσπάθειες να μπει το μάθημα στο σχολικό πρόγραμμα αλλά μέχρι στιγμής για διάφορους λόγους δεν έχει εφαρμοστεί συστηματικά.
Ειδικά τα απαγορευμένα αγγίγματα είναι πολύ σημαντικό να τα μάθουν τα παιδιά από νωρίς, χωρίς να τα τρομάξουμε. Να καταλάβουν ότι το σώμα τους τους ανήκει και δεν έχει κανείς δικαίωμα να το αγγίζει. Να κατανοήσουν ποια χειρονομία ξεπερνά τα όρια, παραβιάζει την ιδιωτικότητά τους και να μάθουν να λένε όχι. Επίσης, ότι δεν υπάρχουν μυστικά στην οικογένειά σας. Αυτά μαθαίνονται σταδιακά με γνώμονα την ηλικία του παιδιού και τη φάση της ανάπτυξής του. Θέλουμε παιδιά ενημερωμένα όχι τρομαγμένα. Μετά από τα …40 κύματα και τα πιο πρόσφατα περιστατικά που σόκαραν το Πανελλήνιο, το μάθημα της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης ξεκινά δειλά-δειλά στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ τα σχολεία πρόκειται να «επανδρωθούν» με 1100 ψυχολόγους, όπως ανακοίνωσε η υφυπουργός Υγείας Ζωή Ράπτη, στο πλαίσιο του μεγάλου εκσυγχρονισμού που επιχειρεί στην Ψυχική Υγεία, με 104 νέες δομές και χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Το φιλικό και πρόσχαρο προφίλ των δραστών
Από τη μεριά της η Άρτεμις Τσίτσικα, αναπληρώτρια καθηγήτρια παιδιατρικής-εφηβικής ιατρικής ΕΚΠΑ, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Εφηβικής Ιατρικής και υπεύθυνη των προγραμμάτων φιλικών για νέους των ΠΟΥ και ΕΚΠΑ μάς δίνει το προφίλ των δραστών που διαπράττουν εγκλήματα παιδοβιασμού. «Οι παιδεραστές και παιδοβιαστές είναι άτομα υπεράνω υποψίας, ευχάριστα, κοινωνικά, συμπονετικά, είτε χωρίς σύντροφο ή εάν υπάρχει γάμος ή σχέση η ερωτική τους ζωή έχει ατονίσει. Πρόκειται για άτομα με παρελθοντικό τραύμα/συχνά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, τα οποία προσφέρουν τη βοήθειά τους σε οικογένειες που βρίσκονται σε ανάγκη (μονογονεϊκές, χωρίς πόρους, υπεραπασχολημένοι γονείς κ.α.). Επίσης οι δράστες μπορεί να είναι μέλη της οικογένειας (πυρηνικής ή ευρύτερης). Σε κάθε περίπτωση είναι άτομα που επιδιώκουν την σχέση με ανηλίκους, χωρίς την παρουσία ενηλίκων. Μπορεί να έχουν οποιαδήποτε ηλικία και συχνότερα είναι άνδρες». Όπως υπογραμμίζει η Άρτεμις Τσίτσικα, Τα νούμερα που αποδίδουν την πραγματικότητα για την παιδική κακοποίηση στην Ελλάδα είναι «σκοτεινά», και τα υπάρχοντα στοιχεία υπονοούν μία συνεχώς ανοδική τάση. Αν και η έκφραση βίας θεωρείται φαινόμενο σύμφυτο με την ανθρώπινη ύπαρξη και εμφανίζεται από την απαρχή της ανθρώπινης ιστορίας, οι σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες ευνοούν την έκφραση σε καταστάσεις εκτός ορίων και την ανάδυση νέων μορφών που έχουν να κάνουν με τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Οι επιπτώσεις της κοινωνικοοικονομικής κρίσης, η υπεραπασχόληση ή ανεργία των γονέων, οι συναισθηματικές τους δυσκολίες και το «κλείσιμο» στον εαυτό, οι νέες μορφές οικογένειας, η ενίσχυση συμπεριφορών βίας και οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την αλόγιστη διαδικτυακή έκθεση μπορεί να συμβάλλουν, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, στην αύξηση των αριθμών παιδικής και εφηβικής κακοποίησης, αλλά και παραμέλησης. Αδρά υπολογίζεται ένα ποσοστό ότι το 20% των παιδιών προ πανδημίας υφίστατο κακοποίηση, με τις μορφές της να περιλαμβάνουν τη σωματική, τη λεκτική, την ψυχολογική, τη σεξουαλική και την παραμέληση (συχνότερη μορφή-μπορεί να είναι συναισθηματική, εκπαιδευτική, ιατρική). Κατά τη διάρκεια της πανδημίας τα ποσοστά αυτά υπολογίζεται πως διπλασιάστηκαν, με τους ίδιους τους γονείς να είναι θύτες, με ποσοστό από 17-35%.
Όταν η ενηλικίωση αργεί…
Η μετάβαση στην ενηλικίωση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη όσο η κοινωνία παραμένει σε βαθιά κρίση, προειδοποιεί η Άρτεμις Τσίτσικα, αναδεικνύοντας άλλη μια παράπλευρη απώλεια του σαρωτικού περάσματος της πανδημίας στη ζωή μας. Και μπορεί ο κορονοϊός να μην ασκεί πια πίεση στο σύστημα υγείας, αλλά έχουν αναδυθεί άλλα προβλήματα, ο πόλεμος στην Ουκρανία, το ενεργειακό ζήτημα, η σχετιζόμενη με αυτό φτωχοποίηση του λαού, όλα αυτά δημιουργούν ένα πολύ αβέβαιο και ασταθές περιβάλλον. Η διατήρηση της κοινωνίας σε μία μεγάλη κρίση έχει βαρύ αποτύπωμα στην μετάβαση των εφήβων προς την ενηλικίωση καθώς ήδη οι προκλήσεις είναι πολλές και σε αυτές τις προκλήσεις υπάρχει απέναντι μία μη φιλική κοινωνία, με επιθετικότητα, μηδενισμό, κανένα όραμα, καμιά προοπτική, καμία τρυφερότητα και καθόλου σταθερότητα. Η «αναδυόμενη ενηλικίωση» όπως ορίζεται η καθυστέρηση αυτής τη μετάβασης αποτελεί μεγάλο πρόβλημα, με «πλοκάμια» που αγγίζουν την ψυχική υγεία, την επαγγελματική αποκατάσταση, την προσωπική αποκατασταση και δημιουργία οικογένειας.