Από την Αλεξάνδρα Καππάτου, Ψυχολόγο – Παιδοψυχολόγο
Στεκόμαστε δίπλα στα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης.
Οι πρόσφατες αποκαλύψεις που έκανε η Ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου για τη σεξουαλική βία που υπέστη από παράγοντα της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ιστιοπλοΐας πάνω από 20 χρόνια πριν, έχουν ταράξει συθέμελα το χώρο του αθλητισμού και άνοιξαν ξανά μια τεράστια κουβέντα σχετικά με την αντιμετώπιση των θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης όχι μόνο από τους θύτες αλλά και από τον κοινωνικό περίγυρο. Ήρθε η ώρα να καταλάβουμε επιτέλους ότι κάθε άνθρωπος που έχει ζήσει κάτι τέτοιο έχει πάντα το δίκιο με το μέρος του όσα χρόνια κι αν περάσουν!
«Τώρα το θυμήθηκε;», «Τόσο καιρό γιατί δεν έλεγε τίποτα;», «Να δεις που κάποιον άλλο σκοπό θα έχει», «Αν ήταν αλήθεια, θα το έλεγε αμέσως»… Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει τέτοιες απόψεις να εκφράζονται είτε ιδιωτικά είτε -ακόμα χειρότερα- δημόσια όταν κάποιος άνθρωπος που έχει υποστεί σεξουαλική βία, αποφασίζει να μιλήσει γι’ αυτό καιρό μετά από το γεγονός. Όλοι έχουμε κάτι να πούμε και στρέφουμε την απόφαση του θύματος να αποκαλύψει τι του συνέβη ακόμα και μετά από χρόνια εναντίον του, αντί να στραφούμε ενάντια στον θύτη και σε ένα σύστημα που ευνοοεί την κακοποίησή του θύματος για δεύτερη φορά…. Όποιος δεν έχει βρεθεί όμως ποτέ σε αυτή τη θέση, δεν μπορεί καν να διανοηθεί τι βιώνουν όσοι έχουν υποστεί κατάφωρη παραβίαση της σεξουαλικής τους αυτοδιάθεσης.
ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΔΕ ΜΙΛΑΝΕ ΑΜΕΣΩΣ
Δεν είναι δυστυχώς καθόλου σπάνιο το φαινόμενο, τα θύματα σεξουαλικής βίας να μην αποκαλύπτουν αμέσως ό,τι τους συνέβη είτε σε κάποιον δικό τους άνθρωπο είτε στις αρχές. Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι αρκετοί και σύμφωνα με όλες τις έρευνες που έχουν διεξαχθεί σχετικά, αρκετά περίπλοκοι. Ας τους δούμε από πιο κοντά:
Δεν αντιλαμβάνονται τι πραγματικά συνέβη
Ίσως σας φανεί παράξενο ωστόσο μια πρόσφατη μετα-ανάλυση 28 ερευνών στις οποίες συμμετείχαν 5,917 γυναίκες που είχαν επιβιώσει από σεξουαλική κακοποίηση (“Meta-Analysis of the Prevalence of Unacknowledged Rape”, Wilson, Miller, 2016) αποκάλυψε ότι συχνά, οι γυναίκες που έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής επίθεσης, δεν αντιλήφθηκαν αμέσως ότι αυτό που τους συνέβη μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τέτοια. 60,4% των γυναικών -θυμάτων βιασμού, που αποτέλεσαν το δείγμα αυτών των ερευνών δεν είχαν «ονοματίσει» αυτό που τους συνέβη ως βιασμό παρότι ήταν ακριβώς αυτό: μία ανεπιθύμητη σεξουαλική εμπειρία στην οποία υπέκυψαν μετά από άσκηση κάποιας μορφής βίας (λεκτική, σωματική, συναισθηματική) και η οποία συντελέστηκε χωρίς τη συναίνεσή τους. Έχουμε ίσως μάθει ότι ο βιασμός συντελείται μόνο υπό τη μορφή σωματικής απειλής, αν κάποιος π.χ. μας βγάλει μαχαίρι. Όμως βιασμός είναι και όταν κάποιος αφήνει να εννοηθεί ότι αν δεν υποκύψουμε, θα ανακόψει την καριέρα μας κι εμείς μένουμε εκεί από φόβο, ή ακόμα και όταν ο σύντροφός μας γυρνάει μεθυσμένος και εκβιάζει ίσως και με κλάματα ακόμα την επαφή. Ας θυμηθούμε εδώ ότι ο βιασμός νοείται και στο πλαίσιο μιας σχέσης εφόσον η επαφή γίνεται χωρίς συναίνεση, και στις περισσότερες γυναίκες παίρνει χρόνο να επεξεργαστούν ότι αυτό που συνέβη ήταν όντως κακοποίηση (Understanding Women’s Labeling of Unwanted Sexual Experiences With Dating Partners: A Qualitative Analysis. Melanie S., 2005).
Κάθε σεξουαλική επαφή χωρίς συναίνεση –ακόμα και αν δεν αντισταθήκαμε για οποιονδήποτε λόγο- είναι βιασμός. Δυστυχώς όμως δεν έχουμε μάθει να την αναγνωρίζουμε ως τέτοια. Πώς θα μπορούσαμε οπότε να μιλήσουμε για κάτι που κι εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε κατανοήσει ότι μας έχει συμβεί;
Άλλη έρευνα που επικεντρώθηκε στους λόγους για τους οποίους ειδικά οι έφηβοι μπορεί να μην αποκαλύψουν ένα τέτοιο περιστατικό ειδικά αν ο θύτης είναι επίσης συνομήλικός τους (“You Just Don’t Report That Kind of Stuff’’: Investigating Teens’ Ambivalence Toward Peer-Perpetrated, Unwanted Sexual Incidents” Weiss, Karen G. Violence and Victims, 2013) έδειξε ότι αυτό μπορεί να συμβεί είτε επειδή δεν είναι βέβαιοι ότι όντως έχει συντελεστεί κάποιο έγκλημα (συχνά οι πιο νέοι πιστεύουν ότι αυτές οι «παρεξηγήσεις» συμβαίνουν), είτε επειδή φοβούνται ότι θα χάσουν τους συμμαθητές και τους φίλους τους.
Ντρέπονται για ό,τι έγινε
Eξαιτίας των κοινωνικών επιταγών και προκαταλήψεων-, τα θύματα συχνά κατηγορούν τον εαυτό τους για ό,τι τους συνέβη. Σκέφτονται π.χ. «φταίω επειδή το φόρεμά μου ήταν κοντό και τον προκάλεσε», «φταίω γιατί ήπια παραπάνω», «φταίω γιατί τον εμπιστεύτηκα. Δεν έπρεπε να τον αφήσω να με φέρει σπίτι», «δεν έπρεπε να του χαμογελάω τόσο. Τον ενθάρρυνα»… Έτσι καταλήγουν να ντρέπονται να προχωρήσουν σε καταγγελία.
Όταν μεγαλώνουμε πιστεύοντας ότι δεν πρέπει να φοράμε ό,τι μας αρέσει, ούτε να βγαίνουμε όσο αργά θέλουμε, ούτε να διασκεδάζουμε με την καρδιά μας γιατί αυτό θα «προκαλέσει» κάποιον, αν τελικά μας συμβεί κάτι τέτοιο, ξεκινάμε να πιστεύουμε ότι όντως αγνοήσαμε τις προειδοποιήσεις, και ως εκ τούτου εμείς φταίμε για ό,τι προέκυψε.
Επίσης αυτές οι απόψεις δυστυχώς ακούγονται τόσο συχνά από πολλούς και δεν είναι καθόλου απίθανο το θύμα να τις έχει ακούσει ακόμα και από δικούς του ανθρώπους στην περίπτωση π.χ. που είχαν συζητήσει παλιότερα την κακοποίηση που είχε υποστεί κάποιος άλλος. Όταν λοιπόν το θύμα έχει λόγους να πιστεύει ότι οι άνθρωποι στους οποίους θα μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτό, στην ουσία θα κατηγορήσουν το ίδιο αντί για το θύτη, προτιμά τελικά τη σιωπή (Why didn’t she just report him? The psychological and legal implications of women’s responses to sexual harassment. Fitzgerald, Swan, Fischer, 1995).
Σε σχετική έρευνα (“Too Ashamed to Report: Deconstructing the Shame of Sexual Victimization” Weiss, Karen G., 2010) σε δείγμα 116 γυναικών και 20 αντρών (οι περισσότεροι κάτω των 25 ετών) τουλάχιστον το 13% από αυτούς ανέφεραν τη ντροπή ως αιτία της μη αναφοράς του συμβάντος.
Ειδικά οι άντρες θύματα, φαίνεται ότι ντρέπονταν να καταγγείλουν την κακοποίηση από άλλον άντρα, επειδή φοβούνταν τι μπορεί να λεγόταν για τον «ανδρισμό» και τη σεξουαλική τους ταυτότητα και προτίμησαν να σιωπήσουν για να μην έρθουν αντιμέτωποι με σχετικά υπονοούμενα, σχόλια και αμφιβολίες που ίσως άρχιζαν να έχουν και οι ίδιοι για τον εαυτό τους μετά από κάτι τέτοιο. Το ίδιο έδειξε και άλλη έρευνα σχετική με το θέμα (“Barriers to Reporting Sexual Assault for Women and Men: Perspectives of College Students” Sable, Danis, Mauzy, Gallagher, 2006) που έγινε σε 215 φοιτητές εκ των οποίων το 54,7% ήταν γυναίκες και οι υπόλοιποι άντρες. Η ντροπή ήταν ένας βασικός λόγος που τους εμπόδισε να βγουν μπροστά και να μιλήσουν και ειδικά για τους άντρες, κύρια αιτία της ντροπής ήταν να μη χαρακτηριστούν «ομοφυλόφιλοι» μετά από το βιασμό τους καθώς πιστεύουν –λάθος- ότι η κακοποίηση μπορεί να συμβεί μόνο στη γκέι κοινότητα.
Το γεγονός επίσης, ότι δεν μπορέσαμε να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας, μπορεί να μας γεμίζει και αυτό ντροπή και ενοχή. «Έπρεπε να είχα αντισταθεί», «Γιατί δε φώναξα;», «Εγώ φταίω που πάγωσα και δεν έκανα τίποτα για να το σταματήσω»… Κι αυτές οι σκέψεις είναι κάτι που μας κρατάει πάλι πίσω.
Δεν έχουν εμπιστοσύνη στο σύστημα
Δεν είναι λίγες οι φορές που τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, ενώ επιθυμούν να μιλήσουν και επιζητούν την τιμωρία του δράστη, τελικά αποθαρρύνονται γιατί φοβούνται ότι κανείς δε θα τα βοηθήσει, όπως έχουν ακούσει άπειρες φορές να συμβαίνει σε άλλους. Είτε επειδή η απονομή δικαιοσύνης προχωράει με πολύ αργούς ρυθμούς, είτε επειδή όταν προχωράνε σε καταγγελία, κάποιοι εκπρόσωποι των αρχών τα επαναθυματοποιούν κάνοντάς τους π.χ. ερωτήσεις όπως «μήπως όμως τον προκάλεσες κι εσύ;» ή «αφού δεν ήθελες, γιατί δεν πάλεψες;», «είσαι σίγουρη ότι θέλεις να προχωρήσεις σε καταγγελία; Είναι οικογενειάρχης, θα τον καταστρέψεις». Ή πάλι αν ο θύτης είναι κάποιο υψηλά ιστάμενο πρόσωπο με επιρροή και διασυνδέσεις, το θύμα μπορεί να φοβάται ακόμα περισσότερο ότι δε θα καταφέρει να τα βάλει μαζί του, αντίθετα κινδυνεύει το ίδιο ακόμα περισσότερο με πολλούς τρόπους. «Ποιος θα πιστέψει εμένα αντί γι’ αυτόν;», «Δε θα ξαναβρώ ποτέ δουλειά» και άλλες παρόμοιες σκέψεις, αποτρέπουν τα θύματα να βγουν μπροστά. Σε αντίστοιχα συμπεράσματα έχουν οδηγηθεί και σχετικές έρευνες όπως η “Reporting Sexual Assault in the Military: Who Reports and Why Most Servicewomen Don’t” (Mengeling, Booth, Torner, Sadler, 2014 κ.ά.) που εξέτασε περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης στον αμερικανικό στρατό. Σύμφωνα με αυτή τα ¾ (!) των γυναικών που υπηρετούσαν στα σώματα του στρατού δεν τόλμησαν να μιλήσουν και ένας από τους λόγους ήταν επειδή πίστευαν πως δε θα είχε νόημα να το κάνουν γιατί κανείς δε θα έκανε τίποτα και αυτές θα κινδύνευαν να χάσουν τη δουλειά και την καριέρα τους.
Φόβος, άμυνα και άλλες αιτίες…
Κάποιες φορές, η μη καταγγελία της σεξουαλικής κακοποίησης μπορεί να οφείλεται σε ιδιαίτερους λόγους όπως η ηλικία του θύματος (όσο πιο νεαρό τόσο πιο δύσκολα θα μιλήσει) ή το πολιτισμικό περιβάλλον όπως π.χ. μία γυναίκα που ζει σε ένα καταπιεστικό καθεστώς όπου οι νόμοι είναι φτιαγμένοι από άντρες για άντρες και οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως ιδιοκτησία τους. Μπορεί επίσης το θύμα να ανήκει σε ευπαθή ομάδα (π.χ. άτομο με διανοητική υστέρηση ή άλλα προβλήματα υγείας που αποτρέπουν την πρόσβασή του σε μηχανισμούς υποστήριξης), ή να έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση και να θεωρεί ότι άξιζε την επίθεση, ή να εξαρτάται οικονομικά από τον θύτη και να υποκύπτει στην κακοποίηση θεωρώντας ότι διαφορετικά απειλείται η επιβίωσή του εν γένει. Μπορεί επίσης να φοβάται για αντίποινα από τον δράστη ή το περιστατικό να συνέβη υπό την επήρεια ουσιών (είτε χορηγήθηκαν από τον δράστη είτε εκούσια) και να φοβάται ότι παρεξήγησε κάτι κ.οκ. Και φυσικά δεν αποκλείεται, το θύμα να βάζει μπροστά ένα μηχανισμό άμυνας για να μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή του. Να «υποτιμά» αυτό που συνέβη λέγοντάς π.χ. ότι δεν ήταν κάτι τόσο σοβαρό ή «είχαμε πιει κι οι δύο» ή «ξέρω ότι δεν το ήθελε» κ.λπ. Αυτό μπορεί να γίνεται σε μια προσπάθεια, να αφήσει ό,τι έγινε πίσω και να συνεχίσει τη ζωή του «κανονικά».
Δικαίωμα στην καταγγελία ακόμα και χρόνια μετά
Το γεγονός ότι ένας άνθρωπος επιλέγει να μιλήσει ακόμα και χρόνια μετά την κακοποίησή του δε σημαίνει ότι αυτά που έχει να πει είναι ανυπόστατα ή διαστρεβλωμένα. Δε σημαίνει επίσης ότι δε θυμάται καλά επειδή έχει περάσει καιρός. Η χρονική απόσταση μεταξύ του συμβάντος και της αναφοράς του δε μειώνει στο ελάχιστο τη γνησιότητα και τη σοβαρότητα του γεγονότος ούτε τον αντίκτυπό του στη ζωή του θύματος. Ούτε μειώνει καθόλου την αξία που έχει αυτή η καταγγελία για άλλα θύματα που ίσως πάρουν θάρρος και μιλήσουν επίσης για τα δικά τους βιώματα. Στη σεξουαλική κακοποίηση δεν ισχύει το περασμένα – ξεχασμένα. Γιατί πρόκειται για μία πράξη που σημαδεύει βαθιά το θύμα, κάνοντάς το να γεμίζει με συναισθήματα και σκέψεις που οι υπόλοιποι δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε.
Η ΖΩΗ ΜΕ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Το να κουβαλάει κανείς ένα τέτοιο μυστικό μπορεί να είναι ένα βασανιστήριο που δεν έχει τέλος. Το γεγονός ότι δεν έχει μοιραστεί αυτό το βάρος, το κάνει διπλό στους ώμους του θύματος. Το αίσθημα ότι είναι μόνο του σε όλο αυτό και ότι δεν μπορεί να το μοιραστεί είτε από φόβο, είτε από ντροπή, είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, το κάνει να αισθάνεται μόνο και αβοήθητο.
Γιατί καλείται να βιώσει όλες τις συνέπειες του τραύματός του ολομόναχο χωρίς να προσβλέπει πουθενά για συμπαράσταση. Και οι συνέπειες της σεξουαλικής κακοποίησης δεν είναι αμελητέες. Οι άνθρωποι που έχουν βιώσει τέτοιες καταστάσεις κατακλύζονται από ενοχές, ντροπή, φόβο και διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να αντιμετωπίσουν ζητήματα ψυχικής υγείας: κατάθλιψη, μετατραυματικό στρες, αγχώδεις διαταραχές, διαταραχές προσωπικότητας… Επίσης, πολύ συχνά εμφανίζουν αδυναμία να συνάψουν υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις, να έχουν μία ισορροπημένη προσωπική και σεξουαλική ζωή, δυσκολεύονται να εμπιστευθούν τους γύρω τους και δεν είναι απίθανο να εθιστούν σε ουσίες. Σκεφτείτε λοιπόν κάποιος να καλείται να βιώσει έστω και μερικά από αυτά μόνος του.
Και σκεφτείτε πόσο πιο δύσκολο θα του είναι να μοιραστεί τι του συνέβη όσο ο χρόνος περνά και το περιθώριο δυσπιστίας από τους άλλους μεγαλώνει… Ή αν ενώ ο ίδιος γνωρίζει τι είναι ο θύτης του, αυτός από τους υπόλοιπους να χαίρει εκτίμησης. Ή να βλέπει ότι ο θύτης συνεχίζει κανονικά τη ζωή του ενώ το θύμα παλεύει κάθε μέρα γι’ αυτό. Σκεφτείτε επίσης πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να μιλήσεις όταν είσαι αναγκασμένος να βλέπεις το βιαστή σου συχνά είτε επειδή δουλεύετε μαζί, είτε επειδή είναι μέλος της οικογένειάς σου, είτε από φόβο και ανασφάλεια όπως μπορεί να συνέβαινε π.χ. με τα θύματα του μεγαλοπαραγωγού του Χόλιγουντ Harvey Weinstein ή του έως πρόσφατα κοσμαγάπητου ηθοποιού Bill Cosby. Πόσο πολύ μπορεί να φοβούνταν τα θύματα αυτούς τους άντρες και πόσο πολύ θα αμφέβαλαν ότι κανείς δε θα τις πίστευε… Σκεφτείτε πόσο εκρηκτικό μίγμα μπορεί να είναι ο φόβος μαζί με την οργή και πόσο μπορεί να κατατρώει τα θύματα…
Και μπορεί ένα θύμα να μαθαίνει να ζει μ’ αυτό, όμως είναι ένα τραύμα που δεν κλείνει ποτέ. Και όταν το συνειδητοποιεί επιτέλους ή όταν αντιλαμβάνεται ότι μιλώντας θα ενθαρρύνει και άλλα θύματα να βγουν από το φόβο και τη σιωπή, τότε έρχεται η στιγμή να το κάνει. Κι αυτή η στιγμή είναι διαφορετική για κάθε έναν από τους ανθρώπους που έχουν ζήσει κάτι τέτοιο. Όση γενναιότητα απαιτεί το να ζεις χωρίς να έχεις πει κουβέντα γι’ αυτό, άλλη τόση απαιτεί και το να μιλήσεις και οπλιστείς για ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τη μετέπειτα ζωή σου.
ΒΑΖΟΥΜΕ ΣΤΟΠ ΣΤΟ VICTIM BLAMING
Ακόμα και σήμερα που η γνώση και τα εργαλεία μας για να αντιμετωπίσουμε τη σεξουαλική κακοποίηση, είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ ό,τι στο παρελθόν, παρατηρούμε –δυστυχώς ουκ ολίγες φορές- την κοινωνία να προχωρά σε διασυρμό του θύματος αντί στην υπεράσπισή του. Το λεγόμενο victim blaming το είδαμε στην Ελλάδα σε όλο του το μεγαλείο στη διάρκεια της δίκης της Ελένης Τοπαλούδη όταν οι βιαστές και δολοφόνοι της, ισχυρίστηκαν ότι η επαφή τους ήταν συναινετική ή όταν είπαν ότι το ήθος της δεν ήταν «ακέραιο» και υπαινίχθηκαν ότι τους προκάλεσε με τη συμπεριφορά της. Το είδαμε και τώρα στην περίπτωση της Σοφίας Μπεκατώρου όταν η πρώτη αντίδραση της Ομοσπονδίας της και άλλων ήταν
«Και γιατί δε μίλησε νωρίτερα;».
Το να θεωρούμε τα θύματα ένοχα για τη συμπεριφορά του θύτη και να τα στιγματίζουμε, είναι ένα φαινόμενο που δεν αρχίζει ούτε σταματά μόνο στα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Το έχουμε δει και σε άλλες υποθέσεις όπως αυτή του Ζακ Κωστόπουλου αλλά και του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Ή το βλέπουμε σε πιο απλά πράγματα κάθε μέρα αν π.χ. κάποιος πέσει θύμα κλοπής στο μετρό και του αποδίδουμε την ευθύνη γιατί δεν πρόσεχε καλύτερα τα πράγματά του. Ωστόσο, φαίνεται ότι στις περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης, το φαινόμενο είναι συχνότερο (Bieneck and Krahé, 2011).
Γιατί καταδικάζουμε το θύμα;
Τι είναι αυτό όμως που ωθεί τους ανθρώπους να κατηγορούν το θύμα αντί για το θύτη, συμβάλλοντας έτσι στην επαναθυματοποίησή του και αποθαρρύνοντας άλλα θύματα επίσης να βγουν και να υποδείξουν ενόχους που τελικά συνεχίζουν να ζουν ανενόχλητοι και ατιμώρητοι;
Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να αποδίδουμε τα πράγματα που συμβαίνουν στους άλλους σε «εσωτερικούς» παράγοντες όπως ο χαρακτήρας ή η ευφυία τους και όχι σε εξωτερικούς ενώ για εμάς ισχύει το αντίστροφο.
Επίσης, απαιτούμε από τα θύματα να είχαν προβλέψει τι θα τους συνέβαινε βασιζόμενα σε προηγούμενες εμπειρίες. «Δεν ήξερε τι μπορεί να συμβεί όταν κυκλοφορείς έξω τη νύχτα;», «δεν ήξερε ότι ο άλλος παίρνει θάρρος άμα του χαμογελάσεις;» Κι αυτό φυσικά δεν ισχύει μόνο στη σεξουαλική κακοποίηση αλλά και σε άλλους τομείς της ζωής μας.
Οι ειδικοί θεωρούν ότι το victim blaming είναι ένας τρόπος να διαχωρίσουμε τον εαυτό μας από τα θύματα και να τον πείσουμε ότι αυτό που τους συνέβη δε θα μπορούσε ποτέ να συμβεί σ’ εμάς γιατί είμαστε διαφορετικοί. Γιατί είμαστε καλύτεροι, πιο ηθικοί, πιο έξυπνοι, πιο προσεκτικοί… Και γιατί αν δεν το κάνουμε, αν δηλαδή δε διαχωρίσουμε τον εαυτό μας από το θύμα, μπορεί να νιώσουμε πιο ευάλωτοι και τρωτοί στην ιδέα ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί και σ΄εμάς.
Κάποιοι βέβαια, καταφέρονται εναντίον του θύματος για να μη χάσουν τα «προνόμιά» τους όποια κι αν είναι αυτά. Π.χ. κάποιος συνεργάτης του θύτη, μπορεί να μεμφθεί και να προσπαθήσει να σπιλώσει το θύμα γιατί ίσως φοβάται ότι θα στιγματιστεί και ο ίδιος.
Τέλος, σύμφωνα και με έρευνα του 2016 (When and Why We See Victims as Responsible: The Impact of Ideology on Attitudes Toward Victims. Niemi, Young) ρόλο σε τέτοιου είδους τοποθετήσεις μπορεί να παίζουν οι θρησκευτικές, κοινωνικές και πολιτικές μας πεποιθήσεις, οι απόψεις και οι αρχές με τις οποίες έχουμε γαλουχηθεί, η γνώμη μας για το θύμα ή/και τον θύτη, η εγγενής πεποίθηση πολλών ανθρώπων ότι άσχημα πράγματα συμβαίνουν μόνο σε κακούς ανθρώπους και αν είμαστε σωστοί, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα κ.λπ.
Το κάνουμε ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνουμε…
Το victim blaming εκφράζεται με πολλούς τρόπους. Μπορεί να είναι πιο «ήπιο» αν π.χ. κάποιος πει στο θύμα της σεξουαλικής κακοποίησης έστω και καλοπροαίρετα ή απλά από αμηχανία ή άγνοια: «Καλά κι εσύ ρε κορίτσι μου, δεν μπορούσες να βάλεις ένα πιο μακρύ φόρεμα;» ή «ήταν ανάγκη να πιεις τόσο;» ή «μήπως νόμιζε ότι σου άρεσε επειδή ήσουν πολύ ευγενική μαζί του;»
Μπορεί να είναι όμως και πιο σκληρό όταν λ.χ. κάποιος βγάζει συμπεράσματα για το θύμα: «Δεν την είδες πώς χόρευε; Μη λέει τώρα ότι δεν τα ήθελε» ή όταν λέει «ε, και γιατί δεν αντιστάθηκε τότε αφού δεν της άρεσε;»
Πώς θα το σταματήσουμε
- Αποφεύγουμε το λεξιλόγιο που προσβάλλει το θύμα με οποιονδήποτε τρόπο. Δε χρησιμοποιούμε λόγο που μεταχειρίζεται τις γυναίκες ή άλλα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης (άντρες, παιδιά, διεμφυλικά άτομα κ.λπ.) ως αντικείμενα ή αναφέρεται σε αυτά με υποβιβαστικό τρόπο. Δε λέμε «ήταν εύκολη» , «δεν της έκοβε», «κάποια στιγμή θα γινόταν».
- Δεν επιτρέπουμε ούτε σε άλλους να εκφράζονται έτσι. Απαντάμε σε τέτοιου είδους σχόλια ή δείχνουμε την αντίθεσή μας με άλλους τρόπους (αποχωρούμε, διακόπτουμε την επικοινωνία, καταγγέλουμε το περιστατικό…)
- Αντιδρούμε όταν κάποιος αντιμετωπίζει τα σεξουαλικά εγκλήματα ως κάτι αστείο ή επιπόλαιο. «Κοίτα τι κούκλα που είναι. Τη βιάζεις τώρα ή δεν τη βιάζεις;». Η κουλτούρα του βιασμού θρέφεται από τέτοια «αθώα» αστεία.
- Αν κάποιο άτομο που γνωρίζετε, σας αποκαλύψει ότι έχει πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης, ακούστε το προσεκτικά χωρίς να το κρίνετε με κανέναν τρόπο. Μην το ρωτήσετε τι φορούσε, μην το αμφισβητήσετε, μην υποτιμήσετε αυτό που του συνέβη. Δε φταίνε ποτέ ούτε τα ρούχα, ούτε η εμφάνιση, ούτε η συμπεριφορά του θύματος. Ξεκαθαρίστε του ότι ο μόνος υπεύθυνος για ό,τι έγινε, είναι πάντα αποκλειστικά και μόνο ο θύτης και κανένας άλλος. Δηλώστε τη συμπαράστασή σας και ωθήστε το να αναζητήσει βοήθεια.
- Σεβαστείτε την ιδιωτικότητα όλων σε κάθε τομέα. Ως προς το χώρο τους, το χρόνο τους και φυσικά το σώμα τους. Μην παραβιάζετε την προσωπική τους σφαίρα με οποιονδήποτε τρόπο. Διπλά προσεκτικοί πρέπει να είμαστε φυσικά στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Ποτέ δεν υποθέτουμε ότι ο άλλος συναινεί στην οποιαδήποτε επαφή. Η συναίνεσή του πρέπει να είναι ρητή. Το «όχι» σημαίνει πάντα «όχι». Ούτε «ίσως», ούτε «ναι».
- Θυμηθείτε ότι ο καθένας μας μπορεί να πέσει θύμα κακοποίησης και ότι οι θύτες είναι επίσης κανονικοί άνθρωποι και υπεράνω πάσης υποψίας. Η κακοποίηση μπορεί να συμβεί παντού. Στο σπίτι, στο δρόμο, στη δουλειά, στο σχολείο, στην έξοδο με φίλους… Μπορεί να φταίει κάποιος γνωστός ή και κάποιος άγνωστος. Και μπορεί να συμβεί σε όλους. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, άσημους, διάσημους, συνεσταλμένους και δυναμικούς… Η σεξουαλική κακοποίηση μας αφορά! Γι’ αυτό πρέπει πάντα να φερόμαστε στα θύματα όπως θα θέλαμε να φερθούνε σε εμάς αν ήμασταν στη θέση τους, πράγμα που δεν είναι καθόλου απίθανο.
- Μην παρασύρεστε από απόψεις άλλων επειδή μπορεί να είναι πιο μεγάλοι ή πιο γνωστοί ούτε να υποκύπτετε σε στερεότυπα και κοινωνικά παγιωμένες προκαταλήψεις. Εξασκήστε την κριτική σας σκέψη και βάλτε φίλτρο σε ό,τι ακούτε ή βλέπετε που μπορεί να προάγει το victim blaming.
- Αν κάποιος γνωστός σας, έχει προβεί στην καταπάτηση της σεξουαλικής ελευθερίας κάποιου άλλου και σας το αποκαλύψει, κρατήστε σταθερή στάση εναντίον της πράξης του. Δε χωράει καμία δικαιολογία και καμία κατανόηση ειδικά αν αποπειραθεί να κατηγορήσει το θύμα ή αν αποδώσει τις πράξεις του στη χρήση ουσιών ή σε κάτι άλλο πέρα από τη βούλησή του.
Μάθετε ότι…
- Παρότι όλοι μπορούν να πέσουν θύματα σεξουαλικής βίας, οι γυναίκες είναι πολύ πιο ευάλωτες. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, περίπου 1 στις 3 γυναίκες στον κόσμο (35%) έρχονται αντιμέτωπες με τη σεξουαλική βία.
- Τα σεξουαλικά εγκλήματα αναφέρονται λιγότερο συχνά στις αρχές σε σχέση με άλλου είδους παραβάσεις. (Rennison, 2002 / Fisher et al., 2003). Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ από το 2016, μιλάμε για σχεδόν το 80% των υποθέσεων σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης!
- Οι καταδίκες για σεξουαλικά εγκλήματα όπως ο βιασμός είναι λιγότερο συχνές από ό,τι σε άλλα εγκλήματα. Μόλις το 5,7% oτων καταγγελιών καταλήγει σε καταδίκη του θύτη (A gap or a chasm? Attrition in reported rape cases. Kelly, Lovett and Regan, 2005). Σύμφωνα με το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, το 2009 για κάθε 100 βιασμούς που καταγγέλθηκαν, στη φυλακή κατέληξαν μόλις δύο από τους θύτες ενώ σύμφωνα με το RAINN (Rape, Abuse & Incest National Network – Δίκτυο για την κακοποίηση, το βιασμό και την αιμομιξία) για κάθε 1000 περιστατικά βιασμού στις ΗΠΑ, οι 995 θύτες θα παραμείνουν ατιμώρητοι…
- Σύμφωνα με το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ πάνω από 1,5 εκατ. γυναίκες και 834. 700 άντρες, βίωσαν σεξουαλική παρενόχληση ή/και κακοποίηση στο πλαίσιο της σχέσης τους, το 2019.
- Τουλάχιστον το 73% των σεξουαλικών επιθέσεων πραγματοποιούνται από άτομα που βρίσκονται στον κύκλο του θύματος (Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, 2005)
- φωτο – https://gr.pinterest.com/