Από την Αλεξάνδρα Καππάτου, Ψυχολόγο-Παιδοψυχολόγο
Ο χαμός ενός παιδιού είναι πάντα οδυνηρός και σοκαριστικός. Είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί να συλλάβει ως φυσιολογικό γεγονός ούτε να το αποδεχτεί με ευκολία. Πώς διαχειρίζεσαι όμως μια τέτοια απώλεια όταν αυτή συμβαίνει πριν καν προλάβεις να κρατήσεις το παιδί σου καλά καλά στα χέρια σου;
1 στα 160 παιδιά κάθε χρόνο γεννιέται νεκρό στις ΗΠΑ όπου ο αριθμός των θνησιγενών παιδιών ετησίως αγγίζει τις 24.000 (Hoyert DL, Gregory ECW. Cause of fetal death: Data from the fetal death report, 2014)
Η αιτία δεν είναι πάντα σαφής και το φαινόμενο παρατηρείται σε όλα τα κοινωνικοοικονομικά επίπεδα και σε γυναίκες κάθε ηλικίας.
Όταν ο χαμός είναι πρόωρος…
Όταν ένα μωρό γεννιέται νεκρό ή πεθαίνει πολύ σύντομα μετά τον ερχομό του στον κόσμο, οι γονείς έρχονται αντιμέτωποι με έναν κατακλυσμό από συναισθήματα. Εκεί που ετοιμάζονταν να υποδεχτούν το παιδί τους, να ζήσουν στιγμές χαράς και να ονειρευτούν, ξαφνικά καλούνται να θρηνήσουν για την απώλεια ενός ανθρώπου που δεν πρόλαβαν καν να γνωρίσουν, παρόλ’ αυτά ένιωθαν ήδη γι’ αυτό ευθύνη και αγάπη…
Ειδικά για τη μητέρα που βίωνε όχι μόνο με την ψυχή αλλά και με το σώμα της την αναμονή για τον ερχομό του παιδιού, μια τέτοια τροπή μπορεί να είναι πολύ πιο βασανιστική. Πολλές γυναίκες νιώθουν απογοήτευση με το σώμα τους, και θεωρούν ότι η θηλυκότητά τους εκμηδενίστηκε επειδή δεν κατάφεραν να κρατήσουν το παιδί στη ζωή (Frost, Condon, 1996)
Κάποιες από τις γυναίκες που έχουν ζήσει μια τέτοια απώλεια, συχνά αρνούνται ότι έχει συμβεί. Δεν μπορούν να πιστέψουν ότι οι ετοιμασίες που έκαναν τόσο καιρό, τώρα θα πρέπει να ακυρωθούν, ότι το παιδί που περίμεναν με τόση αγάπη κι ανυπομονησία, δε θα χαρεί το δωμάτιο που του ετοίμασαν, ούτε θα φορέσει τα ρουχαλάκια που του διάλεξαν.
Θυμός, ενοχή (πολλές αισθάνονται ότι είναι δικό τους λάθος που το παιδί δεν τα κατάφερε, ότι κάτι δεν έκαναν οι ίδιες σωστά), ακύρωση της γονεϊκής τους ιδιότητας και ταυτότητας, είναι μερικά από τα συναισθήματα με τα οποία μπορεί να έρθουν αντιμέτωπες. Μπορεί επίσης, να αρχίσουν να αισθάνονται αδιάφορες και απαθείς απέναντι σε όλους και όλα.
Ειδικά στην απώλεια νεογνού, μία πολύ κοινή αντίδραση των γονιών που πενθούν, είναι να κατακλύζονται από σκέψεις αλλά και εικόνες του νεκρού μωρού. Έρευνες δείχνουν ότι το 65-95% των μητέρων και 51-85% των μπαμπάδων έχουν επαναλαμβανόμενες σκέψεις που ξεπερνούν τη λογική, κατά την οξεία φάση του πένθους (DeFrain, J. et al., 1990–1991).
Κάποιοι γονείς ακούνε το κλάμα του μωρού, άλλοι αισθάνονται την παρουσία του και νιώθουν έντονη την ανάγκη να το αγκαλιάσουν, τόσο που τα χέρια τους πονάνε όταν αυτό δε συμβαίνει, ενώ ειδικά οι μητέρες, μπορεί ακόμα και να νιώθουν το μωρό να κινείται μέσα τους, μήνες μετά…
Είναι απολύτως αναμενόμενο και φυσιολογικό να αισθάνονται αβοήθητοι, ανίκανοι να πάρουν και την παραμικρή απόφαση, να νιώθουν ότι δε μπορούν να συγκεντρωθούν σε οτιδήποτε…
Είναι απολύτως φυσιολογικό να μη θέλουν να μιλήσουν σε άνθρωπο και να τρέμουν στην ιδέα να τους ρωτήσει κάποιος τι απέγινε με το μωρό…
Είναι επίσης αναμενόμενο, όσα αισθάνονται να αποτυπωθούν σε σωματικά συμπτώματα. Ταχυκαρδίες, τρέμουλο, ανορεξία, αϋπνία, διάρροια, πόνοι στο στομάχι και στο στήθος…
Είναι απολύτως φυσιολογικό να μη θέλουν να βλέπουν ή να ακούνε άλλα μωρά ή οτιδήποτε έχει σχέση με αυτά.
Ο θάνατος ενός μωρού, κάνει τους γονείς να αμφιβάλλουν για τους ίδιους τους εαυτούς τους (ίσως θεωρούν τους εαυτούς τους ανίκανους, λίγους, απογοητευτικούς…) αλλά και για τον κόσμο και ό,τι θεωρούσαν καλό. Έχουν την αίσθηση ότι αυτό που νικάει είναι ο πόνος και το άδικο, δεν καταλαβαίνουν γιατί αυτό συνέβη στους ίδιους ενώ άλλοι γονείς έχουν ακόμα τα παιδιά τους (συχνά μπορεί να αισθάνονται ακόμα και φθόνο γι’ αυτούς) και νιώθουν ότι το μόνο που χρωστάνε στους γύρω τους είναι θυμός.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η αυτοεκτίμησή τους καταβαραθρώνεται, αφήνοντας χώρο για την αυτοτιμωρία που θεωρούν ότι αξίζουν. Η απόγνωση και η κατάθλιψη μοιάζουν μονόδρομος…
Επίσης, επειδή ο περίγυρός τους δεν πρόλαβε να γνωρίσει και να αγαπήσει το μωρό τους, αισθάνονται ότι δεν μπορούν να συμμεριστούν και να συναισθανθούν την απώλειά τους (Gilbert, K., 1997). Πολλοί γονείς που έχουν χάσει παιδιά, αναφέρουν πόσο δεν αντέχουν να ακούνε από τους άλλους «μπορείς να κάνεις κι άλλο παιδί» ως «αντίδοτο» στον τωρινό χαμό ή να νιώθουν ότι οι άλλοι υποτιμούν την απώλειά τους επειδή θρηνούν για κάτι που δεν πρόλαβαν να ζήσουν.
Κι όμως, σύμφωνα με έρευνες, τα συμπτώματα κατάθλιψης που συνδέονται με το θάνατο ενός μωρού -που δεν πρόλαβε να ζήσει με τους γονείς του- μπορεί να διαρκέσουν περισσότερο από δύο χρόνια (Wing, D. et al., 2001). Γιατί ό,τι και να πει ο καθένας, εσείς μόνο ξέρετε ότι όσο σύντομο κι αν ήταν το πέρασμά του από τη ζωή σας, εσείς υπήρξατε και πάντα θα είσαστε οι γονείς αυτού του παιδιού…
Οι επιπτώσεις στις σχέσεις μας
Δεν είναι μόνο η άκρατη θλίψη και η απόγνωση την οποία καλείται να διαχειριστεί ένας γονιός που έχασε το παιδί του όποτε και να έγινε αυτό. Γιατί αυτή η απώλεια είναι μία συνθήκη που δεν αφήνει τίποτα ανεπηρέαστο. Ο οριστικός χαμός ενός παιδιού συνταράζει τα θεμέλια της σχέσης των συντρόφων ενώ δοκιμάζει ολόκληρη την οικογένεια, αν π.χ. υπάρχουν κι άλλα παιδιά. Και φυσικά, μπορεί να επηρεάσει και τις σχέσεις με φίλους και συγγενείς καθώς και την επαγγελματική μας ζωή…
Η συντροφική σχέση απειλείται
Αρκετές μελέτες που έχουν γίνει σχετικά με τις επιπτώσεις που έχει ο χαμός ενός παιδιού στο ζευγάρι, έχουν δείξει ότι ένα τέτοιο γεγονός μπορεί να επιφέρει εντάσεις στη σχέση των δύο συντρόφων, οι οποίες δεν αποκλείεται να αποδειχτούν μοιραίες για τη σχέση.
Κάποιες φορές, ο ένας σύντροφος μπορεί να καταλήξει να κατηγορεί τον άλλον για το θάνατο του παιδιού, στην προσπάθειά του να διαχειριστεί τα συναισθήματά του (Rando, T., 1991). Άλλες φορές μπορεί να αποφεύγουν να συζητάνε οτιδήποτε για το θέμα με αποτέλεσμα η επικοινωνία μεταξύ τους να πλήττεται σοβαρά. Επίσης, ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο μπορεί να θρηνεί ο καθένας μπορεί να μπει ανάμεσά τους.
Οι μητέρες μπορεί λ.χ. να είναι πιο εκδηλωτικές ενώ οι άντρες πιο εγκρατείς ( Parkes, C. and R. Weiss, 1983/ Wing, D. et al., 2001), κάτι που μπορεί να κάνει τη σύντροφό τους να πιστεύει ότι δεν τους νοιάζει αρκετά… Εξαιτίας όλων αυτών των συνθηκών, είναι αναμενόμενο, η εγγύτητα μεταξύ των δύο συντρόφων να χάνει έδαφος με αποτέλεσμα να υπονομεύεται και η σωματική τους οικειότητα και επαφή (Lang, A. and L. Gottlieb, 1991/Schwab, R., 1992) κάτι που όμως -με τη σειρά του- φαίνεται ότι εντείνει τα συμπτώματα της θλίψης (Lang, A., L. Gottlieb, and R. Amsel, 1996). Μάλιστα, παλιότερη σχετική έρευνα, υποστήριξε ότι αυτή η πίεση στη σχέση μπορεί να κρατήσει 2-4 χρόνια μετά το γεγονός της απώλειας του παιδιού (Murray, J. and V. Callan, 1988)
Ανατρέπεται η ισορροπία σε όλη την οικογένεια
Εκτός από τους συντρόφους, ο χαμός ενός παιδιού, επιδρά και στα υπόλοιπα παιδιά που μπορεί να υπάρχουν στην οικογένεια.
Μελέτες δείχνουν ότι τα αδέρφια που μένουν πίσω, βιώνουν συναισθήματα απομόνωσης και αποτραβιούνται κοινωνικά τόσο από την οικογένειά τους όσο και από φίλους και συμμαθητές (Appelbaum, D. and B. Burns, 1991) ενώ συχνά δηλώνουν ότι νιώθουν διαφορετικοί από τους υπόλοιπους συνομηλίκους τους. Μάλιστα, αυτή η απόσυρση φαίνεται ότι επιμένει ακόμα και για δύο χρόνια μετά το γεγονός (Hutton, C. and B. Bradley, 1994). Επίσης, όπως δείχνουν και αρκετές μελέτες, τα παιδιά συχνά αισθάνονται ενοχή, στρες και συμπτώματα κατάθλιψης ενώ αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα και στον ύπνο.
Ακολουθεί το β μέρος: “Μπορεί ποτέ κανείς να το ξεπεράσει;“