Έρευνα του Stanford ανατρέπει τα δεδομένα Σύμφωνα με μία νέα έρευνα από το πανεπιστήμιο του Stanford η εξάπλωση του ιού είναι πολύ μεγαλύτερη και ο κορωνοϊός είναι στατιστικά λιγότερο θανατηφόρος
Η εξάπλωση του νέου κορωνοϊού στον πλανήτη ενδέχεται να είναι δεκάδες φορές μεγαλύτερη από ό,τι αρχικώς πιστευόταν, σύμφωνα με μία νέα μελέτη του πανεπιστημίου Stanford στην Καλιφόρνια. Ελέγχοντας δείγματα 3.330 εθελοντών στην Σάντα Κλάρα, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως ο ιός ήταν 50 με 85 φορές πιο διαδεδομένος από ό,τι κατέγραφαν τα επίσημα στατιστικά. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη έρευνα του είδους της στις ΗΠΑ.
Οι επιστήμονες έκαναν εξετάσεις αντισωμάτων με ένα «απειροελάχιστο» τσίμπημα στα δάκτυλα των εθελοντών, σε μια εξέταση που θυμίζει κατά πολύ έναν τυπικό έλεγχο ζαχάρου σε διαβητικούς. Αναλύοντας το αίμα, οι επιστήμονες έψαχναν για τα αντισώματα που θα αποκάλυπταν κατά πόσο οι περαστικοί είχαν εκτεθεί και μολυνθεί από τον ιό, έχοντας κιόλας αναρρώσει. Για να επιλέξει με σωστά δημογραφικά στοιχεία το εξεταζόμενο δείγμα πολιτών, το πανεπιστήμιο έκανε διαφημιστική καμπάνια στο Facebook επιλέγοντας πρόθυμους χρήστες όλων των ηλικιών και φροντίζοντας να καλύψει την γεωγραφική ακτίνα που ενδιέφερε τους επιστήμονες, βάσει του μόνιμου τόπου κατοικίας των συμμετεχόντων.
Κατά την διάρκεια διεξαγωγής της έρευνας, στις αρχές Απριλίου, η Σάντα Κλάρα είχε καταγράψει «μόλις» 1.094 κρούσματα Covid-19 και συνολικά 50 θανάτους αλλά σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνα, η πραγματική εξάπλωση στην περιοχή πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 48.000 και 81.000 κρουσμάτων.
Αν οι νέες μετρήσεις επαληθευτούν και σε μεγαλύτερη κλίμακα, αυτό πρακτικά θα σημαίνει πως ο κορωνοϊός είναι στατιστικά πολύ λιγότερο θανατηφόρος από τις αρχικές εκτιμήσεις. Έτσι, ενώ με βάση τα συγκεντρωτικά στοιχεία του πανεπιστημίου Johns Hopkins (161.324 νεκροί σε σύνολο 2.341.066 κρουσμάτων) η θνητότητα διαμορφώνεται στο 6,89%, οι ερευνητές υπολογίζουν πως το πραγματικό ποσοστό θνητότητας μπορεί να είναι πολύ πιο χαμηλό, μεταξύ 0,12% και 0,2%. «Αυτό περιπλέκει τα πράγματα σχετικά με την επιδημική πορεία και το πόσο έχουμε προχωρήσει», σχολίασε ο επίκουρος καθηγητής φαρμακευτικής Έραν Μπεντάβιντ, επικεφαλής της μελέτης.
Τα νέα δεδομένα «ταράζουν» τα επιδημικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της κατάστασης και τον κρατικό σχεδιασμό σχετικά με τα lockdown και τα λοιπά περιοριστικά μέτρα. Η έρευνα έρχεται να ενισχύσει τις θεωρίες που θέλουν την ανθρωπότητα να βρίσκεται πιο κοντά στο «ορόσημο» μιας γενικευμένης ανοσίας της αγέλης, που θα προστάτευε εμμέσως και όσους δεν έχουν εκτεθεί μέχρι σήμερα στον Sars-Cov-2.
Σε αυτό το σενάριο, αρκετές χώρες ίσως επιστρέψουν νωρίτερα στην «κανονικότητα», με περισσότερες επιχειρήσεις ανοικτές και ελεύθερες μετακινήσεις. Ωστόσο οι ερευνητές του πανεπιστημίου υπογραμμίζουν πως δεν θα πρέπει να εξαχθούν βιαστικά συμπεράσματα ή να αποφασιστούν σπασμωδικές αλλαγές στρατηγικής, προτού διεξαχθούν επιπλέον μελέτες.
Ο επιδημιολόγος και καθηγητής του UC Berkeley Άρθουρ Ρέινγκολντ, παρατηρεί πως με αυτά τα δεδομένα ενισχύεται η υπόθεση ότι πολλοί περισσότεροι άνθρωποι έχουν ήδη μολυνθεί με τον ιό από τις εκτιμήσεις των αρμόδιων αρχών. Όπως όμως τονίζει, αυτό δεν σημαίνει πως τα περιοριστικά μέτρα θα αρθούν απαραίτητα σύντομα.
«Η ιδέα πως αυτό (σ.σ η έκθεση στον ιό) θα αποτελούσε ένα “διαβατήριο” για να γυρίσουμε με ασφάλεια στην δουλειά μας και στην επανεκκίνηση έχει δύο περιορισμούς: δεν γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό μας προστατεύουν τα αντισώματα και για πόσο χρόνο, και ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού τα διαθέτει ούτως ή άλλως».
Ακόμα στην περίπτωση που τα δεδομένα της έρευνας αποτυπώνουν με απόλυτη ακρίβεια την κατάσταση, μόλις το 3% του πληθυσμού έχει νοσήσει προς το παρόν από τον κορωνοϊό, και το υπόλοιπο 97% του πλανήτη δεν έχει εκτεθεί. Για να επιτευχθεί όμως η περίφημη ανοσία της αγέλης θα πρέπει ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό να μολυνθεί και να αναρρώσει από τον ιό.
Επιπλέον, ασαφές παραμένει για την ώρα αν η μελέτη, που διεξήχθη αποκλειστικά σε εθελοντές της κομητείας Σάντα Κλάρα, είναι αντιπροσωπευτική για τις υπόλοιπες ΗΠΑ. «Είναι απολύτως απαραίτητο παρόμοιες έρευνες να διεξαχθούν σε όλη την χώρα», λέει ο Jayanta Bhattacharya του πανεπιστημίου Stanford που συμμετείχε στην έρευνα. «Είναι ξεκάθαρο ότι ο ιός είναι πιο διαδεδομένος σε κάποιες περιοχές από άλλες, και η κατανόηση της εξάπλωσης σε κάθε περιοχή, είναι κρίσιμο βήμα για την υιοθέτηση κάποιας πολιτικής».
Ήδη μεγάλης κλίμακας μελέτες έχουν ξεκινήσει. Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ εξετάζει 10.000 άτομα και το UC Berkeley λαμβάνει δείγματα από 5.000 υγιείς εθελοντές για να διαπιστωθεί πόσοι από αυτούς έχουν ήδη νοσήσει και αναρρώσει, χωρίς ποτέ να καταγραφούν στα στατιστικά των αρμόδιων αρχών.
Πηγή: www.lifo.gr