Από τη Μαρία Μεϊμάρη
mmeimari@espressonews.gr
Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν οι ειδικοί με αφορμή τον θάνατο της 14χρονης Αμαλίας, η οποία έβαλε τέλος στη ζωή της πέφτοντας στις ράγες του τρένου στο Μοσχάτο υπό το βάρος των αποκαλύψεων και των τύψεων που ένιωθε για τη σύλληψη του 43χρονου ψιλικατζή, στις αρρωστημένες ορέξεις του οποίου είχε ενδώσει.
Παιδοψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, αλλά και ειδικοί που έχουν μελετήσει εις βάθος τα σεξουαλικά εγκλήματα, συμβουλεύουν τους γονείς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, να έχουν τα μάτια και τα αυτιά τους ανοιχτά και να προσέχουν κάθε αλλαγή στη συμπεριφορά των παιδιών τους, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρό προμήνυμα ενός επερχόμενου κινδύνου παιδοφιλίας.
«Η εφηβεία είναι μια περίοδος που συνοδεύεται από πολλές αλλαγές στο σώμα, τις σκέψεις και τα συναισθήματα του εφήβου. Παράλληλα, το ίδιο διάστημα παρατηρείται αφύπνιση της σεξουαλικότητας και ο έφηβος εγκαταλείπει σταδιακά την παιδική ηλικία για να μπει στον κόσμο της ενηλικίωσης. Όλα αυτά δημιουργούν διάφορα συναισθήματα στο παιδί, ενίοτε και μεγάλη πίεση, με αποτέλεσμα να έχει συχνές μεταπτώσεις στη διάθεσή του. Έτσι, ενδέχεται τη μία στιγμή να νιώθει δυνατό και την άλλη ότι δεν αξίζει τίποτα», αναφέρει η ψυχολόγος- παιδοψυχολόγος Αλεξάνδρα Καππάτου και προσθέτει πως όλες αυτές οι αλλαγές που βιώνουν τα παιδιά στην ηλικία της άτυχης Αμαλίας μπορεί να τα οδηγήσουν σε απομόνωση, να τα απομακρύνουν από τις οικογένειές τους ή να πυροδοτήσουν έντονες συγκρούσεις:
«Αν δεν υπάρχει ένα ισχυρό δίκτυο φίλων, είναι πιθανό οι έφηβοι να κλειστούν περισσότερο στους εαυτούς τους ή να γίνουν πολύ πιο ευάλωτοι και να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση… Όταν, λοιπόν, βρεθεί ένα άτομο που θα τους προσφέρει στήριξη, θα τους εντυπωσιάσει και θα προσφερθεί να καλύψει τα κενά που έχουν, ενδέχεται να νιώσουν ερωτικά συναισθήματα γι΄ αυτό».
Όπως τονίζει η κυρία Καππάτου, η ευθύνη για τη σύναψη μίας απαγορευμένης σχέσης θα πρέπει να βαρύνει πάντοτε τον ενήλικα:
«Ένα παιδί στις αρχές της εφηβείας αισθάνεται κολακευμένο όταν τού δίνει σημασία ένας ενήλικας με εμπειρίες ζωής, έτσι δεν μπορεί να αντιληφθεί το ανάρμοστο της σχέσης. Δεν είναι δυνατόν κάποιος που έχει μικρά παιδιά να βλέπει ερωτικά και να επενδύει σε ένα παιδί στην ηλικία της εφηβείας»!
Σύμφωνα με τη γνωστή παιδοψυχολόγο, το οικείο περιβάλλον του ανηλίκου θα πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τυχόν προειδοποιητικά σημάδια που δείχνουν ότι το παιδί σκέφτεται να βάλει τέλος στη ζωή του, όπως έγινε στην περίπτωση της 14χρονης Αμαλίας:
«Αν ο ανήλικος ή ανήλικη αισθανθεί ότι βάλλεται το άτομο στο οποίο έχει επενδύσει συναισθηματικά, τότε είναι πιθανό να νιώσει συναισθήματα αρνητισμού και να πιστεύει ότι δεν αντέχει τη ζωή του και τον πόνο της απομάκρυνσης. Οι μελέτες δείχνουν ότι τέσσερις στους πέντε εφήβους που αποπειρώνται να βάλουν τέλος στη ζωή τους, έχουν δείξει σημάδια που μπορεί να μας κινητοποιήσουν για τις προθέσεις τους. Όταν ένα παιδί μας μιλάει για το θάνατο ή για εξαφάνιση και εκφράζει σκέψεις αυτοκτονίας, πρέπει πάντοτε να το λαμβάνουμε υπόψη μας και να ξεκινάμε άμεσα μία συζήτηση».
ΕΝΘΕΤΟ
Πώς διακρίνεται, όμως, ένας παιδεραστής και τι θα πρέπει να προσέχουν οι γονείς και τα παιδιά; Όπως τονίζει η εγκληματολόγος Μαρία Τσιλιάκου, σκιαγραφώντας το προφίλ των ατόμων που έλκονται από ανήλικα αγόρια ή κορίτσια, οι παιδόφιλοι είναι άνθρωποι της «διπλανής πόρτας» και δύσκολα μπορούν να γίνουν αντιληπτοί:
«Μπορεί να προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Συχνά επιλέγουν επαγγέλματα που τούς δίνουν τη δυνατότητα να είναι κοντά σε παιδιά. Σε αρκετές περιπτώσεις επιλέγουν μονογονεϊκές οικογένειες. Βρίσκονται κοντά σε μητέρες που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους, ώστε να μπορούν να προσεγγίσουν ευκολότερα τα θύματά τους. Κατά βάση είναι άτομα με ψυχοπαθητική προσωπικότητα, κυρίως αντικοινωνικού τύπου. Το κύριο γνώρισμα της συγκεκριμένης κατηγορίας ανθρώπων είναι ότι δεν έχουν ενσυναίσθηση. Με άλλα λόγια, δεν καταλαβαίνουν ότι κάνουν κάτι κακό, δεν αισθάνονται τον πόνο του θύματος ή ενοχές. Θεωρούν ότι αυτό που κάνουν είναι κάτι φυσιολογικό και ότι αρέσει στο θύμα. Οι ψυχοπαθητικές προσωπικότητες δεν είναι εύκολα εντοπίσιμες, όπως οι διπολικοί ή οι σχιζοφρενείς, επειδή δεν είναι εμφανής η νόσος τους. Επίσης, συνήθως είναι φτωχοί στην κοινωνική ή την προσωπική τους ζωή».
Η κυρία Τσιλιάκου προσθέτει ότι η απουσία ενσυναίσθησης έχει ως συνέπεια να καταγράφονται εξαιρετικά υψηλά ποσοστά υποτροπής στους παιδόφιλους:
«Αυτό σημαίνει πρακτικά πως όταν βγουν από τη φυλακή θα συνεχίσουν να διαπράττουν τα ίδια εγκλήματα, επειδή έχουν πολύ ισχυρό το κομμάτι της παρόρμησης. Σε χώρες, όπως ο Καναδάς, οι ΗΠΑ, η Αγγλία και οι βόρειες ευρωπαϊκές χώρες, έχουν ξεκινήσει εδώ και χρόνια προγράμματα ελέγχου της υποτροπής των δραστών αυτών, με φαρμακευτικά και ψυχοθεραπευτικά προγράμματα που στοχεύουν στην καταστολή της λίμπιντο».
Σύμφωνα με την εγκληματολόγο, το φαινόμενο της παιδοφιλίας δεν έχει αυξηθεί στις μέρες μας, αλλά παραμένει σε σταθερά ποσοστά ανά τις δεκαετίες:
«Αυτό που έχει αλλάξει είναι πως τα θύματα έχουν πλέον μεγαλύτερη δυνατότητα να καταγγείλουν την κακοποίηση. Η παιδοφιλία, όπως όλα τα σεξουαλικά εγκλήματα, έχουν έναν μεγάλο, σκοτεινό αριθμό εγκληματικότητας. Αυτό σημαίνει πως όταν μιλάμε για την παιδοφιλία ή, χειρότερα, όταν μιλάμε για την αιμομιξία, αυτά είναι εγκλήματα που διαπράττονται πίσω από κλειστές πόρτες και συνεπώς είναι δύσκολα ανιχνεύσιμα».
ΕΝΘΕΤΟ
Τα τραύματα που αφήνουν οι παιδεραστές στις ψυχές των παιδιών που έχουν εκμεταλλευτεί σεξουαλικά δεν κλείνουν ποτέ, αναφέρει από την πλευρά του ο κοινωνικός λειτουργός Δημήτρης Βεζυράκης:
«Θα παρομοίαζα τον τραυματισμό των παιδιών με τον ακρωτηριασμό, που σημαίνει ότι τα σημάδια θα είναι πάντα εμφανή. Θα χρειαστεί καθημερινή δουλειά, όμως το βίωμα θα παραμείνει», εξηγεί και συμβουλεύει τους γονείς να είναι πολύ προσεκτικοί και να συζητούν με τα παιδιά τους ανοιχτά και χωρίς ταμπού:
«Οι γονείς να μην φοβούνται να μιλούν με τα παιδιά τους. Το χτίσιμο της εμπιστοσύνης μέσα στην οικογένεια δεν γίνεται ξαφνικά. Δυστυχώς, πολλοί γονείς συζητούν μόνο για τις επιδόσεις των αγοριών τους στις σχέσεις, ενώ αποφεύγουν να συζητήσουν με τις κόρες τους. Όμως, οι οικογένειες πρέπει να τα συζητούν όλα, ώστε οι γονείς να προστατέψουν τα παιδιά τους από μια πιθανή μελλοντική κακοτοπιά», καταλήγει.