Το ξεράτε ότι το μυστικό της πρόληψης της άνοιας βρίσκεται στα ντουλάπια της κουζίνας μας; Δείτε τα συμπεράσματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε από Έλληνες επιστήμονες και έχει στόχο να αλλάξει τις διατροφικές μας συνήθειες
Η θεραπεία που επιβραδύνει τη γνωστική εξασθένηση
Η επίδραση της πανδημίας σε ασθενείς με άνοια – Τι έδειξε πρόσφατη έρευνα
Με την πάροδο του χρόνου φαίνεται ότι αυξάνονται οι φλεγμονές στο ανοσοποιητικό σύστημα γεγονός που οδηγεί σε καταστροφή των κυττάρων. Υπάρχει όμως τρόπος να αντιστραφεί αυτή η διαδικασία ή τουλάχιστον να επιβραδυνθεί; Η απάντηση φαίνεται πως κρύβεται στα ντουλάπια της κουζίνας μας!
Βάσει νέας έρευνας που δημοσιεύθηκε online το Νοέμβριο του 2021 στο Neurology φαίνεται πως μία αντιφλεγμονώδης διατροφή που περιέχει φρούτα, λαχανικά, όσπρια και αντιοξειδωτικά ροφήματα μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης άνοιας σε μεγαλύτερη ηλικία.
«Μπορεί να υπάρχουν και στο δικό σας σπίτι αυτά τα διατροφικά εργαλεία που ρίχνονται στη μάχη κατά των φλεγμονών, οι οποίες επηρεάζουν δυνητικά τη γήρανση του νου» λέει ο επικεφαλής της έρευνας Νικόλαος Σκαρμέας, MD, Ph.D., στο Εθνικο και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνεργάτης του Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας. «Η διατροφή είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που επιδέχεται τροποποιήσεων και παίζει καθοριστικό ρόλο στη μάχη κατά των φλεγμονών, τα βιολογικά μονοπάτια που οδηγούν στην άνοια και τις νοητικές δυσλειτουργίες αργότερα στη ζωή».
Στην έρευνα έλαβαν μέρος 1.059 άνθρωποι στην Ελλάδα με μέση ηλικία τα 73 έτη και χωρίς κανένα σύμπτωμα άνοιας.
Κάθε άνθρωπος απάντησε σε διατροφικά ερωτηματολόγια βασισμένα στην άντληση πληροφοριών για τις ομάδες φαγητών που καταναλώθηκαν τον προηγούμενο μήνα, συμπεριλαμβανομένων των γαλακτοκομικών προϊόντων, των σιτηρών, των φρούτων, των λαχανικών, του κρέατος, των ψαριών, των οσπρίων, τα οποία περιλαμβάνουν φασόλια, φακές και μπιζέλια, πρόσθετα λίπη, αλκοολούχα ποτά, διεγερτικά ροφήματα και γλυκά. Οι τιμές μιας πιθανής φλεγμονώδους διατροφής κυμαίνονται από -8,87 έως 7,98, με τις υψηλότερες βαθμολογίες να δείχνουν μια πιο φλεγμονώδη διατροφή, που περιλαμβάνει λιγότερες μερίδες φρούτων, λαχανικών, φασολιών και τσαγιού ή καφέ.
Οι ερευνητές χώρισαν τους συμμετέχοντες σε τρεις ίσες ομάδες: Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει ανθρώπους με χαμηλότερα καταγεγραμμένα ποσοστά φλεγμονώδους διατροφής, η δεύτερη ομάδα με μέτρια ποσοστά και τέλος η τρίτη που καταγράφει τα υψηλότερα ποσοστά. Όσοι βρίσκονται στην ομάδα με τις χαμηλότερες τιμές, της τάξεως του -1,76 και κάτω, κατανάλωσαν κατά μέσο όρο ανά εβδομάδα 20 μερίδες φρούτων, 19 λαχανικών, τέσσερις μερίδες φασολιών ή άλλων οσπρίων και 11 ποτήρια καφέ ή τσάι ανά εβδομάδα. Όσοι ανήκαν στην μεσαία ομάδα, με τιμές 0,21 και άνω, κατανάλωσαν κατά μέσο όρο ανά εβδομάδα εννέα μερίδες φρούτων, 10 λαχανικών, δύο μερίδες όσπρια και έννεα φλιτζάνια καφέ ή τσάι. Μάλιστα, οι ερευνητές συνέχισαν να παρακολουθούν κάθε ένα συμμετέχοντα για περίπου 3 χρόνια.
Από τα συμπεράσματα της έρευνας, προκύπτει πως 62 άνθρωποι ή αλλιώς το 6%, ανέπτυξαν άνοια. Οι άνθρωποι αυτοί κατέγραψαν βαθμολογίες με μέσο όρο -0,06, συγκριτικά με τη μέση βαθμολογία του 0,70 που συγκέντρωσαν εκείνοι που δεν ανέπτυξαν άνοια.
Μετά τις προσαρμογές για τους παράγοντες της ηλικίας, του φύλου και της εκπαίδευσης, οι ερευνητές διαπίστωσαν μια αναλογική σχέση ανάμεσα στον βαθμό αύξησης του δείκτη της φλεγμονώδους διατροφής και του κινδύνου εκδήλωσης άνοιας – κάθε αύξηση του πρώτου κατά μία μονάδα, συνδεόταν με αυξημένο κατά 21% κίνδυνο εκδήλωσης άνοιας. «Τα αποτελέσματα μας φέρνουν πιο κοντά στον καθορισμό των χαρακτηριστικών και της μορφής μιας φλεγμονώδους διατροφής» δήλωσε ο κος Σκαρμένας και συνέχισε λέγοντας πως «αυτό με τη σειρά του μπορεί να συμβάλλει στη διαμόρφωση πιο εξειδικευμένων διατροφικών συστάσεων και στρατηγικών για την προστασία και τη θωράκιση της νοητική μας υγείας».
Η συγκεκριμένη έρευνα ακολούθησε τη μεθοδολογία της παρατήρησης και όχι μίας κλινικής δοκιμής. Επομένως δεν αποδεικνύει ότι η αντιφλεγμονώδης διατροφή προλαμβάνει την άνοια, αλλά ότι υπάρχει ένας συσχετισμός των δύο παραγόντων. Τέλος, η έρευνα αυτή διήρκησε τρία έτη, επομένως απαιτείται μια μακροβιότερη έρευνα για να επιβεβαιώσει τα ευρήματα.