Η όψιμη δημιουργία οικογένειας
Τα ζευγάρια που αποκτούν παιδιά σε μεγάλη ηλικία βιώνουν μεγαλύτερη χαρά, εν αντιθέσει με τους ανθρώπους που γίνονται γονείς σε νεαρή ηλικία, δείχνει διεθνής μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Demography.
Επιστημονική ομάδα από τον Καναδά και τη Μ. Βρετανία, με επικεφαλής τους Δρ Μίκο Μιρσκίλα της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου (LSE) και Ραχήλ Μαργκόλις του Πανεπιστημίου Γουέστερν, σε συνεργασία με το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών, παρακολούθησαν ένα μεγάλο δείγμα γονέων στην Μ. Βρετανία και την Γερμανία για 18 χρόνια.
Από την επεξεργασία των στοιχείων που συνέλεξαν διαπίστωσαν ότι, οι τα ζευγάρια ηλικίας 35 έως 49 ετών, όταν γίνονται γονείς νιώθουν πολύ μεγαλύτερη ευτυχία μετά τη γέννηση ενός παιδιού, από ό,τι οι γονείς που έκαναν οικογένεια σε ηλικία 23 έως 34 ετών.
Γενικότερα, το ζευγάρι που καθυστερεί να κάνει παιδί, νιώθει μεγαλύτερη χαρά μετά το ευτυχές γεγονός. Η χαρά των νεότερων ηλικιακά γονιών συνήθως εξανεμίζεται ένα έως δύο χρόνια μετά τη γέννηση, ενώ ειδικά όσοι έγιναν γονείς, στα 18 έως 22 έτη, είδαν την ευτυχία τους να μειώνεται σχεδόν αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα πιθανώς εξηγούν γιατί όλο και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν πλέον να ξεκινούν την οικογένειά τους και να κάνουν παιδί σε μεγαλύτερη ηλικία, πράγμα που ισχύει ιδίως για τα άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Αντίθετα, εκείνοι με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο τείνουν να κάνουν παιδί νωρίτερα, αλλά βλέπουν την ευτυχία τους να μένει στάσιμη ή και να υποχωρεί σχεδόν αμέσως μετά την «άφιξη» του παιδιού.
Πάντως, η μελέτη αναδεικνύει και μια γενική τάση μεταξύ των γονιών ανεξαρτήτως ηλικίας: η ευτυχία τους αυξάνεται τον χρόνο πριν και μετά τη γέννηση του παιδιού, αλλά ακολουθεί συναισθηματική πτώση. Μόνο οι πιο μεγάλοι σε ηλικία γονείς είναι πιο «ανθεκτικοί» στα συναισθήματα ευτυχίας.
Από την άλλη, άσχετα με την ηλικία που γίνεται κανείς γονιός, η μελέτη δείχνει ότι κάθε επόμενο παιδί φέρνει λιγότερη χαρά. Η χαρά του πρώτου παιδιού -πριν και μετά τη γέννηση- είναι περίπου διπλάσια από αυτήν που νιώθουν οι γονείς με το δεύτερο παιδί.
Η πρόσθετη χαρά για το τρίτο παιδί είναι σχεδόν αμελητέα, ενώ για τα επόμενα ουσιαστικά ανύπαρκτη. Αυτό, κατά τους ερευνητές, δεν σημαίνει ότι ο γονιός δεν αγαπά το παιδί του, απλώς δεν νιώθει πια την χαρά της καινούριας εμπειρίας του να αποκτά ένα παιδί, ενώ επιπλέον γρήγορα αντιλαμβάνεται και τις πρόσθετες πιέσεις στον οικονομικό προϋπολογισμό της οικογένειας με κάθε παιδί που προστίθεται.
Τέλος, η έρευνα επιβεβαιώνει τη γενική αντίληψη ότι, σε σχέση με τους άνδρες, οι γυναίκες νιώθουν μεγαλύτερη χαρά πριν και αμέσως μετά τη γέννηση του παιδιού. Από την άλλη, όμως, οι γυναίκες αισθάνονται στη συνέχεια μια πιο απότομη μείωση της ευτυχίας, από ό,τι οι άνδρες γονείς – ίσως, όμως, επειδή αρχικά είχαν χαρεί περισσότερο. Σε βάθος χρόνου, πάντως, η μελέτη διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ μιας μητέρας και ενός πατέρα, όσον αφορά την ευτυχία που φέρνουν τα παιδιά.
Επιμέλεια: Μαίρη Μπιμπή
health.in.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ