Δεν διαγιγνώσκεται εγκαίρως ωστόσο
Συχνό είναι το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας μεταξύ των ασθενών που νοσηλεύονται σε μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), ωστόσο στο 40% των περιπτώσεων δεν διαγιγνώσκεται, ούτε τυγχάνει σωστής θεραπείας, παρόλο που συνεπάγεται ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο θανάτου.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε διεθνής έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο JAMA. Η μελέτη LUNG SAFE, που πραγματοποιήθηκε από την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Εντατικής Θεραπείας, αφορούσε συνολικά 29.144 ασθενείς από 459 ΜΕΘ σε 50 χώρες πέντε ηπείρων, από τους οποίους οι 3.022 (ποσοστό 10,4% ή έξι ασθενείς ανά κλίνη ετησίως) πληρούσαν τα κριτήρια του συνδρόμου οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας. Από αυτούς, οι 2.377 εμφάνισαν το σύνδρομο μέσα στις πρώτες 48 ώρες από την εισαγωγή τους και χρειάστηκαν μηχανική αναπνευστική υποστήριξη.
Το σύνδρομο προκαλείται από οξεία φλεγμονή των πνευμόνων μετά από σοβαρή λοίμωξη ή σοβαρό τραυματισμό. Υγρό συσσωρεύεται στους πνεύμονες, μειώνεται το οξυγόνο που φθάνει στο αίμα και οι ασθενείς δεν μπορούν να αναπνεύσουν μόνοι τους. Τα περισσότερα περιστατικά οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας καταγράφονται στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία, ενώ ακολουθούν η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική.
Από την αξιολόγηση των στοιχείων προέκυψε ότι, η κλινική αναγνώριση του συνδρόμου από τους γιατρούς κυμαινόταν από 51% για τα ήπια περιστατικά έως 78,5% για τα σοβαρά. Το ποσοστό θνησιμότητας μέσα στο νοσοκομείο των ασθενών με το σύνδρομο ήταν 34% για τα ελαφρά περιστατικά, 40% για τα ενδιάμεσα και 46% για τα σοβαρά.
«Για το εν λόγω σύνδρομο υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες σχετικά με την επιδημιολογία του, τη διάγνωσή του, τη διαχείρισή του και την έκβαση των ασθενών», υπογραμμίζει στα συμπεράσματα της έρευνας ο επικεφαλής ερευνητής Τζον Λάφι, αναισθησιολόγος του Νοσοκομείου «Άγιος Μιχαήλ» του Πανεπιστημίου του Τορόντο στον Καναδά.
Να σημειωθεί πάντως ότι προς το παρόν δεν υπάρχει κάποιο διαγνωστικό τεστ που συμβάλλει στην έγκαιρη διάγνωση του συνδρόμου, καθώς η συμπτωματολογία του ποικίλει.
Επιμέλεια: Μαίρη Μπιμπή
health.in.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ