Αυξημένα είναι τα καταγεγραμμένα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας σε ολόκληρη την Ευρώπη από την εμφάνιση της πανδημίας και μετά, μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από επίσημα στοιχεία της Κομισιόν. Η γνωστή ψυχολόγος – παιδοψυχολόγος Αλεξάνδρα Καππάτου, μιλά στο Documento και εξηγεί αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους παρατηρείται η αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, όπως επίσης και τι θα πρέπει να κάνει κανείς σε αυτές τις περιπτώσεις.
Το Μάρτιο του 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την ετήσια έκθεση της για την ισότητα των φύλων στην ΕΕ. Σύμφωνα με όσα αναφέρονταν σε αυτή, τα κράτη μέλη είχαν καταγράψει «αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας». Για παράδειγμα στη Γαλλία ο αριθμός των αναφορών σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία αυξήθηκε κατά 32% κατά την πρώτη εβδομάδα του περιορισμού της κυκλοφορίας και στη Λιθουανία κατά 20% τις τρεις πρώτες εβδομάδες. Αντίστοιχα η Ιρλανδία κατέγραψε πενταπλάσια αύξηση στις αγωγές ενδοοικογενειακής βίας, ενώ «οι ισπανικές αρχές ανέφεραν αύξηση των κλήσεων κατά 18 % κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του εγκλεισμού».
Την αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας είχε διαπιστώσει από τους πρώτους μήνες της πανδημίας και ο δρ. Χανς Κλούγκε, Περιφερειακός Διευθυντής για την Ευρώπη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
«Παρόλο που τα στοιχεία είναι ελάχιστα, τα Κράτη-Μέλη καταγράφουν πάνω από 60% αύξηση στις κλήσεις έκτακτης ανάγκης από γυναίκες που έχουν υποστεί βία από τους συντρόφους τους τον φετινό Απρίλιο σε σχέση με πέρυσι. Τα ηλεκτρονικά μηνύματα σε υπηρεσίες άμεσης εξυπηρέτησης για την πρόληψη της βίας αυξήθηκαν πέντε φορές», είχε δηλώσει ο δρ. Χανς Κλούγκε.
Ανάλογη αύξηση περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας καταγράφηκε και στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ, το 2020 καταγράφηκαν συνολικά περί τα 5.413 καταγεγραμμένα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, έναντι 5.221 το 2019. Μία αύξηση που αγγίζει το 4%.
«Η ενδοοικογενειακή βία είναι ένα φαινόμενο που πάντα υπήρχε. Τη περίοδο της πανδημίας τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε όλες τις χώρες, σύμφωνα με τις υπάρχουσες μελέτες καταγράφεται
σημαντική αύξηση των καταγγελιών » τονίζει στο Documento η γνωστή ψυχολόγος – παιδοψυχολόγος Αλεξάνδρα Καππάτου.
Όπως εξηγεί η αύξηση αυτή, οφείλεται σε διάφορους λόγους.
«Πράγματι η πανδημία με τα συνεχή lockdown υποχρέωσε αρκετές οικογένειες να συνυπάρξουν αναγκαστικά για μεγάλα διαστήματα . Ζευγάρια που ήδη είχαν δυσκολίες βρέθηκαν μαζί κάτω από συνθήκες ασφυκτικής συχνά συμβίωσης .
Ο αναγκαστικός συγχρωτισμός και η συνύπαρξη τους αποτέλεσε το ιδανικό υπέδαφος που πυροδότησε την αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας. Παράλληλα, η διάχυτη ανασφάλεια στον εργασιακό και κατά συνέπεια οικονομικό τομέα , επέτεινε την αύξηση του άγχους . υπογραμμίζει η κα Καππάτου. Δεν ευθύνεται όμως για όλα η υγειονομική κρίση υπάρχουν και διάφοροι ατομικοί παράγοντες που συνδέονται και με την ψυχοπαθολογία του δράστη καθώς και άλλοι κοινωνικοί αλλά και περιβαλλοντικοί όπως η διαπαιδαγώγηση του ατόμου , η στρεβλή εικόνα για το ρόλο της συντρόφου κλπ)
Προϋπήρχε ένα κακοποιητικό περιβάλλον
Η αλήθεια είναι ότι τα περιστατικά βίας, δεν ξέσπασαν ούτε αυξήθηκαν ξαφνικά, αλλά προϋπήρχε μία κατάσταση δυσλειτουργική ή με κάποιο τρόπο κακοποιητική για έναν από τους δύο συντρόφους.
Αύξηση των περιστατικών βίας σημειώθηκε σε ζευγάρια με δυσλειτουργικές σχέσεις που είχαν ήδη προβλήματα, συνεννόησης ή επικοινωνίας τονίζει στο Documento η κα Καππάτου.
«Φοβούνται να ζητήσουν βοήθεια»
«Το βασικό πρόβλημα για το θύμα είναι ότι πολλές φορές δεν αναγνωρίζει ότι κάποιες συμπεριφορές αποτελούν κακοποίηση. Ενδοικογενειακή βία δεν είναι μόνο τα περιστατικά σωματικής κακοποίησης που είναι περισσότερο γνωστά , είναι και η λεκτική –
ψυχολογική βία που μπορεί να συμβαίνει στην καθημερινότητα του ζευγαριού , η σεξουαλική κακοποίηση καθώς και η οικονομική εκμετάλλευση.
Συχνά μετά από ένα περιστατικό άσκησης βίας ο δράστης δείχνει όντως μετανιωμένος, ζητά συγνώμη , διαβεβαιώνει το θύμα ότι είναι η τελευταία φορά που λειτουργεί έτσι , κλαίει , γίνεται δοτικός απέναντι στο θύμα με αποτέλεσμα αυτό να παραπλανάται και να θεωρεί ότι είναι η τελευταία φορά που συμβαίνει» τονίζει στο Documento η κα Καππάτου και συμπληρώνει:
«Δυστυχώς τα περισσότερα θύματα δεν ζητάνε βοήθεια. Αυτό συμβαίνει διότι φοβούνται τον κοινωνικό στιγματισμό, αισθάνονται ντροπή για αυτό που βιώνουν, μεγάλη ανασφάλεια για τις επικείμενες αλλαγές στη ζωή τους, άγχος για τον συναισθηματικό αποχωρισμό , τη μοναξιά , τη ρευστότητα των νέων συνθηκών κλπ . Εάν μάλιστα δεν εργάζονται τότε σε όλα αυτά υπεισέρχεται και η οικονομική ανασφάλεια που κάνει ακόμη χειρότερα τα πράγματα».
«Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θα πρέπει να κάνουν αμέσως τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας είναι να αναζητήσουν άμεσα βοήθεια. Να καταλάβουν ότι όποιος λειτουργήσει μια φορά με αυτό το τρόπο θα υπάρξει και δεύτερη , τρίτη κλπ. και μπορεί να γίνει επικίνδυνος. Να μην αφήσουν το φόβο να φωλιάσει μέσα τους. Να μιλήσουν σε κάποιο άτομο εμπιστοσύνης ή να απευθυνθούν στις αρμόδιες υπηρεσίες ή σε ειδικό ψυχικής υγείας.
Αν μάλιστα υπάρχουν παιδιά που είναι θεατές αυτής της τοξικής κατάστασης η ευθύνη είναι μεγαλύτερη γιατί τα μετατρέπουμε άθελά μας σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας με όσα αυτό συνεπάγεται στη ψυχική τους υγεία και παράλληλα γινόμαστε πρότυπα βίας ή θυματοποίησης για το τρόπο λειτουργίας των σχέσεων υπογραμμίζει στο Documento η κα Καππάτου.