Οι γονείς της δεκατετράχρονης Nίκης ζήτησαν επειγόντως να με συναντήσουν, γιατί πριν από μερικές ημέρες, έπειτα από μια φασαρία μαζί τους, η Nίκη έφυγε από το σπίτι. Έμεινε όλο το βράδυ έξω, χωρίς να τους στείλει κάποιο μήνυμα ή να απαντήσει στις αναρίθμητες, απεγνωσμένες κλήσεις τους. Ύστερα από μια νύχτα αγωνίας και συνεχών τηλεφωνημάτων, κι ενώ ήταν έτοιμοι να δηλώσουν την εξαφάνισή της στην αστυνομία, στις οκτώ το πρωί απάντησε στο τηλέφωνο, τους είπε πως είναι καλά, ενώ στις παρακλήσεις τους να γυρίσει στο σπίτι και να μη φοβάται τις συνέπειες, είπε ότι θα το σκεφτεί. Τελικά επέστρεψε στο σπίτι το ίδιο απόγευμα. Tην αντιμετώπισαν ήρεμα ο πατέρας της είχε συγκινηθεί, της έλεγε πόσο ανησύχησε, πώς ένιωσε, πόσο σημαντική είναι γι’ αυτούς. H Nίκη στενοχωρήθηκε, έδειξε μετανιωμένη, δεν περίμενε αυτή την αντίδραση από τον πατέρα της τον ήξερε για αποφασιστικό, σοβαρό. Tους είπε ότι όλη τη νύχτα περιπλανιόταν στους δρόμους γύρω από το σπίτι τους, δεν μπορούσε όμως να απαντήσει στο ερώτημα τι την εμπόδισε να επιστρέψει.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο έφηβος διανύει μια περίοδο διαρκούς αναζήτησης και αμφισβήτησης, κατά την οποία του δίνεται η δυνατότητα να υλοποιήσει πράγματα που ονειρευόταν και δεν τολμούσε να κάνει προηγουμένως, όπως για παράδειγμα να αντιταχθεί στην εξουσία των γονιών, να διεκδικήσει την ελευθερία του κ.λπ. Αναπτύσσει μια αντίδραση προς τους γονείς, ταυτόχρονα με μια μεγάλη επιθυμία ανεξαρτησίας.
Κάποιοι έφηβοι ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης εγκαταλείπουν απροειδοποίητα την οικογενειακή εστία, συνήθως ύστερα από μια σφοδρή σύγκρουση με τους γονείς, και εξαφανίζονται για κάποιες ώρες ή μέρες χωρίς να δώσουν σημεία ζωής.
Συνήθως ο έφηβος δεν προετοιμάζει τη φυγή του από το σπίτι και είναι μοναχικός. Έχει μια διπλή επιθυμία: από τη μια πλευρά, θέλει να ανακαλύψει τον κόσμο αναχωρώντας για περιπέτειες, ενώ, από την άλλη, επιζητεί να ξεφύγει από κάποια προβλήματα, όπως τις συγκρούσεις με τους γονείς του, τις δυσκολίες στα μαθήματα ή άλλα οικογενειακά προβλήματα κ.λπ. Τα παιδιά που φεύγουν συνήθως είναι ευαίσθητα, ανώριμα και ανασφαλή.
H φυγή είναι μια μορφή συναγερμού και ένα μέσο να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον του περιβάλλοντός του, χωρίς ωστό- σο αυτό να σημαίνει ότι και ο ίδιος ο έφηβος δεν υποφέρει.
Eξάλλου, η επιθετική και προκλητική διάσταση της φυγής συνδέεται πραγματικά με μια έντονη εσωτερική σύγκρουση και αγωνία, που είναι δύσκολο στον έφηβο να την αντιμετωπίσει και να την επιλύσει με άλλον τρόπο εκτός της φυγής.
Κάποια παιδιά μπορεί να φύγουν μόνο μία φορά, ενώ κάποια άλλα μπορεί να το κάνουν συστηματικά. Το τελευταίο ειδικά μπορεί να συμβαίνει στο πλαίσιο της χειριστικής συμπεριφοράς του εφήβου, που απειλεί τον γονιό ότι θα (ξανα) φύγει άμα δεν ικανοποιηθεί η όποια επιθυμία του.
Η φυγή ως απόδραση από ένα σκληρό περιβάλλον
Ο έφηβος μπορεί να το σκάσει αντιδρώντας σε έναν καβγά με τους γονείς του ή για να τραβήξει την προσοχή τους. Ωστόσο, κάποιες φορές η πραγματικότητα μπορεί να είναι πολύ σκληρή και να μην εντάσσεται στη «ρομαντική» επαναστατικότητα που χαρακτηρίζει την εφηβική ηλικία. Κάποιες φορές η φυγή του εφήβου από το σπίτι είναι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει από ένα κακοποιητικό περιβάλλον και να σώσει ίσως και την ίδια τη ζωή του. Σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου Δικαιο- σύνης Ανηλίκων και Αντιμετώπισης της Παραβατικότητας των ΗΠΑ (Office of Juvenile Justice and Delinquency Prevention), περίπου το 20% των παιδιών που εγκαταλείπουν την οικογενειακή εστία έχουν πέσει, ή φοβούνται ότι θα πέσουν, θύματα κακοποίησης, σωματικής ή σεξουαλικής.
Στην Ευρώπη, ο φορέας Εξαφανισμένα Παιδιά στην Ευρώπη (Missing Children Europe) ανέφερε ότι, το 2017, το 26% των παιδιών που έφυγαν από το σπίτι τους ανέφεραν ότι το έκαναν για να γλιτώσουν από τη βία, την κακοποίηση, την παραμέληση και την εκμετάλλευση που βίωναν μέσα στην οικογένειά τους.
Από το βιβλίο μου «Εμπιστευτείτε τους εφήβους, εμπιστευτείτε τη ζωή!»
(Η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο)